- Δημοσιεύσεις: 197
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 259
×
Συζητήσεις για θέματα που δεν έχουν σχέση με τον κήπο ή τις καλλιέργειες.
Μια ιστορία θα σας πω…
- κατερινα γεω
- Αποσυνδεμένος
- Πολύ Παλιός
Λιγότερα
Περισσότερα
13 Χρόνια 2 Μήνες πριν #2150
από κατερινα γεω
Απαντήθηκε από κατερινα γεω στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
πολυτιμα, σας ευχαριστω.!
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Κράνιος
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 1592
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 1151
13 Χρόνια 2 Μήνες πριν - 13 Χρόνια 2 Μήνες πριν #2176
από Κράνιος
Απαντήθηκε από Κράνιος στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Ο μικρός Αντρίκος και το χέρι του
(Πότε γεννήθηκες γιαγιά; Τότε που μαζεύανε τα καλαμπόκια.)
Θε μου! Πόσο θολή είναι τούτη η ανάμνηση! Πόσο έντονα συναισθήματα μου προκαλεί! Σας περιγράφω με σύντομο τρόπο, τόσο σύντομο όσο γίνεται...
Είναι απόγιομα. Φθινόπωρο. Μπροστά η γαϊδούρα με τον μικρό Αντρίκο (ίσως και κάτω από πέντε χρονών) να κρατιέται γαντζωμένος και διπλωμένος στο σαμάρι. Μονοπάτι πανέμορφο που μπαίνει και βγαίνει στα πλατάνια δίπλα στο ποτάμι. Πίσω, αρκετά πίσω, έρχεται ο πατέρας μου μ’ ένα ραβδί στους ώμους και τα χέρια κρεμασμένα στο ραβδί. Φτάνουμε στο χωράφι μας, στο Χαλιά. Η γαϊδούρα συνεχίζει το μονοπάτι στο κάτω μέρος του χωραφιού που είναι γεμάτο καλαμπόκια ντόπια, που τους είχαμε κόψει την κορφάδα. Τα καρπούζια του καλαμποκιού κρέμονται προκλητικά. Το χωράφι είναι αριστερά. Τεντώνομαι και καταφέρνω μια κλωτσιά στο δεξιό μάγουλο της γαϊδούρας για να την υποχρεώσω να στρίψει αριστερά, για να μπει στο χωράφι μας με τα καλαμπόκια.
Η γαϊδούρα έφαγε την κλωτσιά στο μάτι. Από τον πόνο κι από τη στραβομάρα της στιγμής στρίβει απροσδόκητα δεξιά, πέφτει στο γκρεμό το χωμάτινο με την αφεντιά μου στο σαμάρι να κάνει εναέρια ακροβατικά! Στρίβει μέσα στον γκρεμό (κάτω, κατέληγε στα ποταμολίθαρα) και η γαϊδούρα μας (η μάνα του Κίτσου) πηδάει σαν κατσίκι πάλι επάνω, μπαίνει στο χωράφι μας, κι εκεί φρενάρει απότομα! Εκεί ο Αντρίκος βρίσκεται με θεαματικό τρόπο εκτός οχήματος... πέφτει, προσγειώνεται σαν πέτρα και μένει λίγα δευτερόλεπτα ζαλισμένος και ακίνητος. Έβγαλε το χέρι του στον αγκώνα ο Αντρίκος.
Εδώ η μνήμη είναι τελείως επιλεκτική. Υπάρχουν κομμάτια τελείως σβησμένα, ή δεν έχω πρόσβαση τώρα. Ίσως στα ογδόντα μου να έχω πλήρη διαύγεια και να έχω ξεχάσει αυτά που σας λέω τώρα. Ίσως στο εκατό μου, ζωή νά ‘ χουμε, να θυμάμαι περισσότερα.
Το ίδιο απόγιομα. Βλέπω με αρκετό ζουμ, εμένα απάνω σ’ ένα αμπάρι, στρωμένο, να με ξυπνάνε. Πονάει τρομερά το χέρι μου. Οι φάτσες που βλέπω και η έκφραση που έχουνε με κάνουν να πιστεύω ότι πρέπει να έκλαιγα γοερά. Δε θυμάμαι πιο ακριβώς χέρι ήτανε. Μου δίνουν μια τεράστια κουταλιά μέλι ελατίσιο. (Άντε τώρα να με ξεγελάσει ένας λωποδύτης σχετικά με το ελατίσιο μέλι!). Τέλος της σκηνής αυτής. Πάλι σκοτάδι!
Το ίδιο απόγιομα, (οι σκιές των βουνών φτάνουν κάτω στο ποτάμι). Ο πατέρας μου τραβάει την Τσίλια μας, την άσπρη φοράδα μας. Μ’ έχει δέσει στο σαμάρι, τραβάει το ζώο από το καπίστρι, συνεχίζουμε παράλληλα με το ποτάμι. Περιβόλια, καρυδιές, τριφύλλια, και το μονοπάτι κάνει ζικ ζακ, και άλλοτε αριστερά κι άλλοτε δεξιά από το μεγάλο αυλάκι. Το αυλάκι είναι τόσο πλατύ που έχει γεφύρια για τους πεζούς. Ο πατέρας περνάει από τα γεφύρια που είναι τεράστιοι κορμοί από ιτιές, ιτιές που είχαν ρίξει ρίζες στο νερό σα μαλλιά νεράιδας. Ρίζες που κυμάτιζαν στο τρεχούμενο νερό! Η φοράδα περνάει μέσα από τ’ αυλάκι, τα πόδια της βουλιάζουν, κολλάνε, όμως αυτή βγαίνει. Κι εγώ εκεί προσπαθώ να τα βλέπω όλα, ο πόνος έχει τελείως ξεχαστεί!
Άνθρωποι στο μονοπάτι, ζώα, κουρούνες να πετάνε ψηλά, κίσσες να πετάγονται στα καλαμπόκια, κοπάδια κάτω στο ποτάμι να πίνουν νερό, πατώντας στα ποταμολίθαρα, μυρωδιές νερού, σούρουπου, και τ’ απόσκια του βουνού να σκαρφαλώνουν ταχύτατα στο άλλο βουνό.
Πάλι κενό μνήμης. Τώρα βρίσκομαι ξαφνικά σ’ ένα αλώνι μ’ έναν τεράστιο σωρό καλαμπόκι. Το σκοτάδι αρχίζει να πέφτει. Θε μου πόσο καλαμπόκι, ένα βουνό! Κι ένας τεράστιος σωρός πούσια καλαμποκιού! Κι απλωμένα δίπλα μες στ’ αλώνι καρπούζια γυμνά καλαμποκιού. Καρπούζια κίτρινα, κόκκινα, μαύρα, κεραμιδί, πολύχρωμα. Και στην άκρη κάτι κότσαλα καλαμποκιού. Και πιο πέρα ένα άλογο μαύρο κάτι να τρώει και να κουνάει κάθε λίγο την ουρά του και να κλωτσάει λίγο σαν κάτι να το ενοχλεί. Κι ένας παππούς. Κάτι λέγανε με τον πατέρα μου, δεν άκουσα, κοίταζα το μαύρο άλογο και τα καλαμπόκια. Ανάψανε μια φωτιά και ζεστάνανε σ΄έναν τέντζερη νερό από τ’ αυλάκι. Η φωτιά είναι πολύ όμορφη κι ο καπνός μπλε. Ύστερα εκείνος ο παππούς μου έκαψε το χέρι με το καυτό νερό. Και μου το τράβηξε. Το σκουσμάρι μου αντιβούησε το ποτάμι! Και είπε ότι το χέρι μου είν’ εντάξει. Τι εντάξει; Μου ‘καψε το χέρι κι είναι εντάξει; !
ΥΓ. Αργότερα, όταν μεγάλωσα έμαθα ότι ο γέροντας έφτιαξε το χέρι μου. Ήταν άριστος πρακτικός ορθοπεδικός. Μόνο που επειδή τα χέρια του ήταν σαν ξύλα ξερά από τις δουλειές, δεν καταλάβαιναν ότι το νερό έκαιγε! Το νερό μου έκανε έγκαυμα! Ο ίδιος έδωσε και την αλοιφή για το έγκαυμα: πάστα ντομάτας! Κι ο Αντρίκος έγινε καλά. Ουδέν κακό αμιγές καλού! Μνήμη αρχειοθετημένη χωρίς πρωτόκολλο, ακαθορίστου χρόνου. Σα να συνέβησαν όλα σε μια προηγούμενη ζωή, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν.
(Πότε γεννήθηκες γιαγιά; Τότε που μαζεύανε τα καλαμπόκια.)
Θε μου! Πόσο θολή είναι τούτη η ανάμνηση! Πόσο έντονα συναισθήματα μου προκαλεί! Σας περιγράφω με σύντομο τρόπο, τόσο σύντομο όσο γίνεται...
Είναι απόγιομα. Φθινόπωρο. Μπροστά η γαϊδούρα με τον μικρό Αντρίκο (ίσως και κάτω από πέντε χρονών) να κρατιέται γαντζωμένος και διπλωμένος στο σαμάρι. Μονοπάτι πανέμορφο που μπαίνει και βγαίνει στα πλατάνια δίπλα στο ποτάμι. Πίσω, αρκετά πίσω, έρχεται ο πατέρας μου μ’ ένα ραβδί στους ώμους και τα χέρια κρεμασμένα στο ραβδί. Φτάνουμε στο χωράφι μας, στο Χαλιά. Η γαϊδούρα συνεχίζει το μονοπάτι στο κάτω μέρος του χωραφιού που είναι γεμάτο καλαμπόκια ντόπια, που τους είχαμε κόψει την κορφάδα. Τα καρπούζια του καλαμποκιού κρέμονται προκλητικά. Το χωράφι είναι αριστερά. Τεντώνομαι και καταφέρνω μια κλωτσιά στο δεξιό μάγουλο της γαϊδούρας για να την υποχρεώσω να στρίψει αριστερά, για να μπει στο χωράφι μας με τα καλαμπόκια.
Η γαϊδούρα έφαγε την κλωτσιά στο μάτι. Από τον πόνο κι από τη στραβομάρα της στιγμής στρίβει απροσδόκητα δεξιά, πέφτει στο γκρεμό το χωμάτινο με την αφεντιά μου στο σαμάρι να κάνει εναέρια ακροβατικά! Στρίβει μέσα στον γκρεμό (κάτω, κατέληγε στα ποταμολίθαρα) και η γαϊδούρα μας (η μάνα του Κίτσου) πηδάει σαν κατσίκι πάλι επάνω, μπαίνει στο χωράφι μας, κι εκεί φρενάρει απότομα! Εκεί ο Αντρίκος βρίσκεται με θεαματικό τρόπο εκτός οχήματος... πέφτει, προσγειώνεται σαν πέτρα και μένει λίγα δευτερόλεπτα ζαλισμένος και ακίνητος. Έβγαλε το χέρι του στον αγκώνα ο Αντρίκος.
Εδώ η μνήμη είναι τελείως επιλεκτική. Υπάρχουν κομμάτια τελείως σβησμένα, ή δεν έχω πρόσβαση τώρα. Ίσως στα ογδόντα μου να έχω πλήρη διαύγεια και να έχω ξεχάσει αυτά που σας λέω τώρα. Ίσως στο εκατό μου, ζωή νά ‘ χουμε, να θυμάμαι περισσότερα.
Το ίδιο απόγιομα. Βλέπω με αρκετό ζουμ, εμένα απάνω σ’ ένα αμπάρι, στρωμένο, να με ξυπνάνε. Πονάει τρομερά το χέρι μου. Οι φάτσες που βλέπω και η έκφραση που έχουνε με κάνουν να πιστεύω ότι πρέπει να έκλαιγα γοερά. Δε θυμάμαι πιο ακριβώς χέρι ήτανε. Μου δίνουν μια τεράστια κουταλιά μέλι ελατίσιο. (Άντε τώρα να με ξεγελάσει ένας λωποδύτης σχετικά με το ελατίσιο μέλι!). Τέλος της σκηνής αυτής. Πάλι σκοτάδι!
Το ίδιο απόγιομα, (οι σκιές των βουνών φτάνουν κάτω στο ποτάμι). Ο πατέρας μου τραβάει την Τσίλια μας, την άσπρη φοράδα μας. Μ’ έχει δέσει στο σαμάρι, τραβάει το ζώο από το καπίστρι, συνεχίζουμε παράλληλα με το ποτάμι. Περιβόλια, καρυδιές, τριφύλλια, και το μονοπάτι κάνει ζικ ζακ, και άλλοτε αριστερά κι άλλοτε δεξιά από το μεγάλο αυλάκι. Το αυλάκι είναι τόσο πλατύ που έχει γεφύρια για τους πεζούς. Ο πατέρας περνάει από τα γεφύρια που είναι τεράστιοι κορμοί από ιτιές, ιτιές που είχαν ρίξει ρίζες στο νερό σα μαλλιά νεράιδας. Ρίζες που κυμάτιζαν στο τρεχούμενο νερό! Η φοράδα περνάει μέσα από τ’ αυλάκι, τα πόδια της βουλιάζουν, κολλάνε, όμως αυτή βγαίνει. Κι εγώ εκεί προσπαθώ να τα βλέπω όλα, ο πόνος έχει τελείως ξεχαστεί!
Άνθρωποι στο μονοπάτι, ζώα, κουρούνες να πετάνε ψηλά, κίσσες να πετάγονται στα καλαμπόκια, κοπάδια κάτω στο ποτάμι να πίνουν νερό, πατώντας στα ποταμολίθαρα, μυρωδιές νερού, σούρουπου, και τ’ απόσκια του βουνού να σκαρφαλώνουν ταχύτατα στο άλλο βουνό.
Πάλι κενό μνήμης. Τώρα βρίσκομαι ξαφνικά σ’ ένα αλώνι μ’ έναν τεράστιο σωρό καλαμπόκι. Το σκοτάδι αρχίζει να πέφτει. Θε μου πόσο καλαμπόκι, ένα βουνό! Κι ένας τεράστιος σωρός πούσια καλαμποκιού! Κι απλωμένα δίπλα μες στ’ αλώνι καρπούζια γυμνά καλαμποκιού. Καρπούζια κίτρινα, κόκκινα, μαύρα, κεραμιδί, πολύχρωμα. Και στην άκρη κάτι κότσαλα καλαμποκιού. Και πιο πέρα ένα άλογο μαύρο κάτι να τρώει και να κουνάει κάθε λίγο την ουρά του και να κλωτσάει λίγο σαν κάτι να το ενοχλεί. Κι ένας παππούς. Κάτι λέγανε με τον πατέρα μου, δεν άκουσα, κοίταζα το μαύρο άλογο και τα καλαμπόκια. Ανάψανε μια φωτιά και ζεστάνανε σ΄έναν τέντζερη νερό από τ’ αυλάκι. Η φωτιά είναι πολύ όμορφη κι ο καπνός μπλε. Ύστερα εκείνος ο παππούς μου έκαψε το χέρι με το καυτό νερό. Και μου το τράβηξε. Το σκουσμάρι μου αντιβούησε το ποτάμι! Και είπε ότι το χέρι μου είν’ εντάξει. Τι εντάξει; Μου ‘καψε το χέρι κι είναι εντάξει; !
Κράνιος
ΥΓ. Αργότερα, όταν μεγάλωσα έμαθα ότι ο γέροντας έφτιαξε το χέρι μου. Ήταν άριστος πρακτικός ορθοπεδικός. Μόνο που επειδή τα χέρια του ήταν σαν ξύλα ξερά από τις δουλειές, δεν καταλάβαιναν ότι το νερό έκαιγε! Το νερό μου έκανε έγκαυμα! Ο ίδιος έδωσε και την αλοιφή για το έγκαυμα: πάστα ντομάτας! Κι ο Αντρίκος έγινε καλά. Ουδέν κακό αμιγές καλού! Μνήμη αρχειοθετημένη χωρίς πρωτόκολλο, ακαθορίστου χρόνου. Σα να συνέβησαν όλα σε μια προηγούμενη ζωή, σ’ ένα παράλληλο σύμπαν.
Last edit: 13 Χρόνια 2 Μήνες πριν by Κράνιος.
Οι ακόλουθοι χρήστες είπαν "Σε Ευχαριστώ": Στελλα, κατερινα γεω, DAVIS
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- ΣΤΑΥΡΟΣ
- Συντάκτης θέματος
- Αποσυνδεμένος
- Ο χρήστης είναι μπλοκαρισμένος
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 369
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 565
13 Χρόνια 2 Μήνες πριν #2180
από ΣΤΑΥΡΟΣ
Απαντήθηκε από ΣΤΑΥΡΟΣ στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Είχα έναν παππού που λέτε μορφή μεγάλη!!. Ητανε από τους παλιούς Κρητικούς (αυτούς που μόνο σε φωτογραφίες συναντάς πλέον) με βράκες και σαρίκι στο κεφάλι. Να φανταστείτε είχε ζήσει παιδάκι τους Τούρκους γιατί πήγαινε και τους δούλευε στα χωράφια στον κάμπο του Ηρακλείου(τρείς μέρες περπάτημα για να φθάσεις).
Ο παππούς που λέτε ζούσε σε ένα σπιτάκι πέτρινο με σκεπή από ξύλινα δοκάρια πλάκες και χώμα. Στα γεράματα του ειχε για κρεβάτι μια παλιά ξύλινη σκάφη γεμάτη σπασμένες φλούδες από αμύγδαλα. (την ιδέα έκλεψε αργότερα η COCOMAT και μας πουλάει στρώματα με κοκοφοίνικα γεμάτα….).
Επίσης είχε κρεμασμένο ένα καλάθι γεμάτο με κοπριά γαιδάρου η οποία ητανε ξερή και φρυγανισμένη(είναι το καλύτερο αντικουνουπικό) και την κρατούσε για προσάναμμα όπου κάθε πρωί από τα υπολείμματα κάρβουνου ξανάναβε φωτιά.
Παιδάκι θαμουνα και είχα έναν πρώτο ξάδελφο φοιτητή στην Αθήνα, ο οποίος μια φορά ήρθε διακοπές στο χωριό κρατώντας ένα μικρό κασετοφωνάκι (σπάααανιο είδος για τα δεδομένα του χωριού).
Μια μέρα πήγαμε μια επίσκεψη στον παππού, τον οποίο βρήκαμε στο βάθος του σπιτιού καθιστό δίπλα στο τζάκι (είχε πάντα ένα μπουκαλάκι τσικουδιά δίπλα στο τζάκι). Ο παππούς καθότι πολύ κοινωνικός και χωρατατζής άλλο που δεν ήθελε για να αρχίσει τα αστεία και τις παλιές ιστορίες. Ο ξάδελφος βέβαια με τρόπο- κρυφά- είχε μαζί του το κασετοφωνάκι κι όταν η συζήτηση ‘’ άναβε’’ τότε πατούσε το κόκκινο κουμπί RECORD και ηχογραφούσε. Βέβαια να πω ότι και οι τρείς μας(παρότι εγώ ημουνα παιδί) μιλούσαμε για ώρα και ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε.
Τέτοιος ητανε ο παππούς !!
Αυτή η κρυφή ηχογράφηση επαναλήφθηκε κάμποσες φορές και κάπου υπάρχουν σήμερα κάποιες κασέτες με τον παππού να μας λέει ιστορίες για τους Τούρκους, τον έρωτα με τη γιαγιά Ελένη, τους Γερμανούς κλπ, κλπ.
Αν δεν είναι και αυτά τα ντοκουμέντα η ιστορία του τόπου μας τότε τι είναι ;;
Ο παππούς που λέτε ζούσε σε ένα σπιτάκι πέτρινο με σκεπή από ξύλινα δοκάρια πλάκες και χώμα. Στα γεράματα του ειχε για κρεβάτι μια παλιά ξύλινη σκάφη γεμάτη σπασμένες φλούδες από αμύγδαλα. (την ιδέα έκλεψε αργότερα η COCOMAT και μας πουλάει στρώματα με κοκοφοίνικα γεμάτα….).
Επίσης είχε κρεμασμένο ένα καλάθι γεμάτο με κοπριά γαιδάρου η οποία ητανε ξερή και φρυγανισμένη(είναι το καλύτερο αντικουνουπικό) και την κρατούσε για προσάναμμα όπου κάθε πρωί από τα υπολείμματα κάρβουνου ξανάναβε φωτιά.
Παιδάκι θαμουνα και είχα έναν πρώτο ξάδελφο φοιτητή στην Αθήνα, ο οποίος μια φορά ήρθε διακοπές στο χωριό κρατώντας ένα μικρό κασετοφωνάκι (σπάααανιο είδος για τα δεδομένα του χωριού).
Μια μέρα πήγαμε μια επίσκεψη στον παππού, τον οποίο βρήκαμε στο βάθος του σπιτιού καθιστό δίπλα στο τζάκι (είχε πάντα ένα μπουκαλάκι τσικουδιά δίπλα στο τζάκι). Ο παππούς καθότι πολύ κοινωνικός και χωρατατζής άλλο που δεν ήθελε για να αρχίσει τα αστεία και τις παλιές ιστορίες. Ο ξάδελφος βέβαια με τρόπο- κρυφά- είχε μαζί του το κασετοφωνάκι κι όταν η συζήτηση ‘’ άναβε’’ τότε πατούσε το κόκκινο κουμπί RECORD και ηχογραφούσε. Βέβαια να πω ότι και οι τρείς μας(παρότι εγώ ημουνα παιδί) μιλούσαμε για ώρα και ο ένας έκοβε κι ο άλλος έραβε.
Τέτοιος ητανε ο παππούς !!
Αυτή η κρυφή ηχογράφηση επαναλήφθηκε κάμποσες φορές και κάπου υπάρχουν σήμερα κάποιες κασέτες με τον παππού να μας λέει ιστορίες για τους Τούρκους, τον έρωτα με τη γιαγιά Ελένη, τους Γερμανούς κλπ, κλπ.
Αν δεν είναι και αυτά τα ντοκουμέντα η ιστορία του τόπου μας τότε τι είναι ;;
Οι ακόλουθοι χρήστες είπαν "Σε Ευχαριστώ": Στελλα, Κράνιος
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Στελλα
- Αποσυνδεμένος
- Πολύ Παλιός
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 180
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 114
13 Χρόνια 2 Μήνες πριν #2183
από Στελλα
Απαντήθηκε από Στελλα στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Ακριβώς έξω από την αυλή μας υπήρχε μια βρύση.Το νερό ήταν
από πηγή και έτρεχε συνέχεια,πολύ και κρύο. Τι ωραία που μας
νανούριζε τα καλοκαίρια που είχαμε ανοιχτά τα παράθυρα !
είχε και μια μεγάλη μακρόστενη γούρνα όπου μαζευόταν το νερό.
Από κει έπαιρνε νερό όλη η γειτονιά.Με κουβάδες,με ποτιστήρια,
με παγούρια και κανάτες.Νερό για την κουζίνα και όλες τις δουλειές
του σπιτιού.Εκεί ξέβγαζαν οι νοικοκυρές την μπουγάδα τους,εκεί
πότιζαν οι άντρες τα ζωντανά τους. Οποτε κι αν βγαίναμε στη
βρύση κάποιον ανταμώναμε,όλο και κάποιος ήταν εκεί,μικρός ή
μεγάλος. Ηταν το σημείο όπου σταματούσαν όλοι οι πλανόδιοι
πωλητές, για να πάρουν μια ανάσα,να δροσιστούν και να δώσουν
την ευκαιρία στις γυναίκες να δούνε και ν'ανταλάξουν γνώμες
για την πραμάτεια τους.Από μια τέτοια κινητή '' μπουτίκ '' αγόρασα
την πρώτη τζην φούστα μου όταν πήγαινα Α γυμνασίου. (τα
περισσότερα κορίτσια την ίδια φούστα φορούσαμε.τυχαίο; )
Το πιο ωραίο όμως,ήταν τα καρπούζια που κρυώναμε στο νερό
της γούρνας το καλοκαίρι.Καρπούζια που τα έφερναν με τρακτέρ
απ'τα βαλτοχώρια όπου τα καλλιεργούσαν,πλατφόρμες γεμάτες.
Δεν υπήρχε μέρα που να μην έχει 5 -6 καρπούζια στη γούρνα.
Χαράζαμε στη φλούδα τα αρχικά μαςγια να μην τα μπερδέψουμε.
Εμεις τα παιδιά όμως δεν καθόμασταν ήσυχα.Πηγαίναμε και τα
πειράζαμε,τα βυθίζαμε,μαλώναμε ποιανού καρπούζι είναι πιο
μεγάλο και γενικά παίζαμε.Ωσπου, κάποια στιγμή κάποιο έσπαζε
και μεις...εξαφανιζόμασταν στη στιγμή..
από πηγή και έτρεχε συνέχεια,πολύ και κρύο. Τι ωραία που μας
νανούριζε τα καλοκαίρια που είχαμε ανοιχτά τα παράθυρα !
είχε και μια μεγάλη μακρόστενη γούρνα όπου μαζευόταν το νερό.
Από κει έπαιρνε νερό όλη η γειτονιά.Με κουβάδες,με ποτιστήρια,
με παγούρια και κανάτες.Νερό για την κουζίνα και όλες τις δουλειές
του σπιτιού.Εκεί ξέβγαζαν οι νοικοκυρές την μπουγάδα τους,εκεί
πότιζαν οι άντρες τα ζωντανά τους. Οποτε κι αν βγαίναμε στη
βρύση κάποιον ανταμώναμε,όλο και κάποιος ήταν εκεί,μικρός ή
μεγάλος. Ηταν το σημείο όπου σταματούσαν όλοι οι πλανόδιοι
πωλητές, για να πάρουν μια ανάσα,να δροσιστούν και να δώσουν
την ευκαιρία στις γυναίκες να δούνε και ν'ανταλάξουν γνώμες
για την πραμάτεια τους.Από μια τέτοια κινητή '' μπουτίκ '' αγόρασα
την πρώτη τζην φούστα μου όταν πήγαινα Α γυμνασίου. (τα
περισσότερα κορίτσια την ίδια φούστα φορούσαμε.τυχαίο; )
Το πιο ωραίο όμως,ήταν τα καρπούζια που κρυώναμε στο νερό
της γούρνας το καλοκαίρι.Καρπούζια που τα έφερναν με τρακτέρ
απ'τα βαλτοχώρια όπου τα καλλιεργούσαν,πλατφόρμες γεμάτες.
Δεν υπήρχε μέρα που να μην έχει 5 -6 καρπούζια στη γούρνα.
Χαράζαμε στη φλούδα τα αρχικά μαςγια να μην τα μπερδέψουμε.
Εμεις τα παιδιά όμως δεν καθόμασταν ήσυχα.Πηγαίναμε και τα
πειράζαμε,τα βυθίζαμε,μαλώναμε ποιανού καρπούζι είναι πιο
μεγάλο και γενικά παίζαμε.Ωσπου, κάποια στιγμή κάποιο έσπαζε
και μεις...εξαφανιζόμασταν στη στιγμή..
Οι ακόλουθοι χρήστες είπαν "Σε Ευχαριστώ": ΑΝΤΙΓΟΝΗ, ΣΤΑΥΡΟΣ, Κράνιος
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- ΣΤΑΥΡΟΣ
- Συντάκτης θέματος
- Αποσυνδεμένος
- Ο χρήστης είναι μπλοκαρισμένος
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 369
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 565
13 Χρόνια 2 Μήνες πριν #2195
από ΣΤΑΥΡΟΣ
Απαντήθηκε από ΣΤΑΥΡΟΣ στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Χαιρετώ τω σας συνταξιδιώτες σε τούτο το πλεούμενο.
Στα χωριά παλιά υπήρχε μια βρύση στην πλατεία του χωριού από όπου έπαιρναν όλοι νερό, αλλά και κάλυπταν τις βασικές τους ανάγκες (πότισμα ζώων, πλύσιμο χόρτων κλπ).
Μικρός όταν ημουνα η μάνα μας μας έστελνε να γεμίσουμε το δοχείο νερό για να το φέρουμε στο σπίτι. Στη βρύση βέβαια ειδικά σε ώρες ‘’αιχμής’’ (κυρίως το απόγευμα σχηματιζότανε μια ουρά ( ας πούμε κάτι σαν τους θεατές στο ταμείο του μεγάρου Μουσικής!!). Άλλος να ποτίσει την αγελάδα του, άλλος το γαϊδούρι, άλλος να πλύνει χόρτα (μερικές τα πλένανε ώσπου να τα ξεβαφτίσουνε !), κι άλλος για να γεμίσει τέσσερα δοχεία και μια στάμνα. Μερικές φορές βέβαια εκεί που ερχότανε η σειρά σου μετά πολλή ωρα αναμονής, ερχότανε ο μπάρμπας ο βιαστικός ή ο εγωιστής και σου έπαιρνε τη σειρά. Τι να κάμεις ; Να στήσεις καυγά με το γέροντα ;; Θα σου δινε και καμιά ανάποδη με τη μαγκούρα. Το πρόβλημα βέβαια ητανε πιο έντονο το χειμώνα με το κρύο και τη βροχή (σάμπως και είχαμε τις ομπρέλες και τα αδιάβροχα).
Βλέπετε το δίκαιο του ισχυρού είναι διαχρονική έννοια.
Στα χωριά παλιά υπήρχε μια βρύση στην πλατεία του χωριού από όπου έπαιρναν όλοι νερό, αλλά και κάλυπταν τις βασικές τους ανάγκες (πότισμα ζώων, πλύσιμο χόρτων κλπ).
Μικρός όταν ημουνα η μάνα μας μας έστελνε να γεμίσουμε το δοχείο νερό για να το φέρουμε στο σπίτι. Στη βρύση βέβαια ειδικά σε ώρες ‘’αιχμής’’ (κυρίως το απόγευμα σχηματιζότανε μια ουρά ( ας πούμε κάτι σαν τους θεατές στο ταμείο του μεγάρου Μουσικής!!). Άλλος να ποτίσει την αγελάδα του, άλλος το γαϊδούρι, άλλος να πλύνει χόρτα (μερικές τα πλένανε ώσπου να τα ξεβαφτίσουνε !), κι άλλος για να γεμίσει τέσσερα δοχεία και μια στάμνα. Μερικές φορές βέβαια εκεί που ερχότανε η σειρά σου μετά πολλή ωρα αναμονής, ερχότανε ο μπάρμπας ο βιαστικός ή ο εγωιστής και σου έπαιρνε τη σειρά. Τι να κάμεις ; Να στήσεις καυγά με το γέροντα ;; Θα σου δινε και καμιά ανάποδη με τη μαγκούρα. Το πρόβλημα βέβαια ητανε πιο έντονο το χειμώνα με το κρύο και τη βροχή (σάμπως και είχαμε τις ομπρέλες και τα αδιάβροχα).
Βλέπετε το δίκαιο του ισχυρού είναι διαχρονική έννοια.
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Στελλα
- Αποσυνδεμένος
- Πολύ Παλιός
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 180
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 114
13 Χρόνια 2 Μήνες πριν #2199
από Στελλα
Απαντήθηκε από Στελλα στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Σταύρο, εμεις καθώς φαίνεται είμασταν προνομιούχοι.Μεγάλο χωριό
βλέπεις και κάθε γειτονιά είχε τη βρύση της.
Σήμερα υπάρχει μια τέτοια βρύση με τρεχούμενο νερό στο κέντρο του χωριού.
βλέπεις και κάθε γειτονιά είχε τη βρύση της.
Σήμερα υπάρχει μια τέτοια βρύση με τρεχούμενο νερό στο κέντρο του χωριού.
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Κράνιος
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 1592
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 1151
13 Χρόνια 1 Μήνας πριν - 13 Χρόνια 1 Μήνας πριν #2216
από Κράνιος
Απαντήθηκε από Κράνιος στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Οι πέρδικες κι ο παλιομπαρουτάς ( το εμπροστογεμές δίκαννο)
Το σπίτι που γεννήθηκα βρίσκεται μέσα στο δάσος. Όταν ήμουν μικρός, πάνω από την αυλή βρισκόντουσαν δέκα μεγάλα πουρνάρια! Συγκεκριμένα, τα πιο κοντινά ήταν ακριβώς πάνω από τη μικρή αυλή. Κάτι μεγάλοι ασβεστόλιθοι, κι ανάμεσά τους είχε τις ρίζες της μια μεγάλη τρικοκιά. Έκανε υπέροχα άνθη την άνοιξη, κι αργότερα ήταν πανέμορφη με τους κόκκινους εδώδιμους καρπούς της. Γύρω σφεντάμια, κατσοπούρνια, αγκλαβουτσιές, μεγάλες βελανιδιές, κορομηλιές, αφροξυλιές (σαμπούκοι), και πιο πάνω το τοξωτό αλώνι με το αχεροκάλυβο, και πιο πάνω το μεγάλο πουρναρόδασος με τις αλπότρουπες!Λίγο πιο πέρα από τη σπίτι κατεβαίνει η ράχη του βουνού. Το καλοκαίρι οι πέρδικες κατέβαιναν στα ποτιστικά χωράφια για να φάνε τρυφερό τριφύλλι και να πιούνε νερό. Τα πρωινά στο χάραμα ανέβαιναν ποδαράτο στη ράχη. Άκουγα τις φωνές τους! Τσι κλικ! Τσι κλίκ!
Άλλη φορά θα σας μιλήσω για το σπίτι αυτό. Υπάρχει ακόμα. Τώρα οι πέρδικες.
Κάπου έγραψα για αυγά πέρδικας. Είχα ένα θείο, τρομερό κυνηγό. Γνώριζε τις συνήθειες όλων των ζώων. Ο αγαπητός μου αυτός θείος, (ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχή του) κάποια φορά μας έφερε αυγά πέρδικας! Έφτιαξε μια υπέροχη τηγανιά! Έχω φάει σας λέω αυγά πέρδικας! Άλλη φορά έφερε αυγά πέρδικας και τα έβαλε στην κλώσα που είχε βάλει η μάνα του, η νόνα μου (γιαγιά). Η κλώσα έβγαλε κλωσόπουλα, έβγαλε μαζί και περίπου δεκαπέντε περδικόπουλα. Τα θυμάμαι. Ήταν μικρόσωμα σε σχέση με τα κοτοπουλάκια. Το πιο ωραίο ήταν ότι όταν η κλώσα μάζευε τα κλωσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της, τα περδικόπουλα δεν έμπαιναν αποκάτω! Σκαρφαλώνανε πάνω της!
Κι ένα πρωί τα περδικόπουλα εξαφανίστηκαν. Ο θείος είπε ότι σίγουρα φύγανε με τις άλλες πέρδικες που ανέβαιναν στη ράχη το ξημέρωμα!
Θυμάμαι πόσο τρόμαξα, όταν ψηλά στο κατσοπουρνόβουνο που το λέμε Αργαλιά μπροστά μου άρχισαν ν’ απογειώνονται με παταγώδες φτεροκόπημα πέρδικες κοπάδι! Εκατοντάδες πέρδικες! Δε φοβόμουν τις πέρδικες. Ο τρόπος όμως που σηκωνόντουσαν γύρω μου και μπροστά μου μου είχε κόψει την αναπνοή! Σηκωνόντουσαν μερικά μέτρα ύψος και ύστερα βουτούσαν στην πλαγιά σχίζοντας με ήχο τον αέρα! Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Πέρδικες μεγάλες σαν κότες! Είχα βρεθεί μέσα στο κοπάδι. Στο έδαφος δεν τις έβλεπα. Κι όταν έκανα μερικά βήματα... απογειώθηκαν άλλες τόσες!
Αυτό το έζησα κι άλλη μια φορά, ψηλά στον Ωλονό, στο βράχο του Τσεκούρα. Είχα πάει με φίλους να μαζέψουμε τσάι, σ’ έναν κλειστό απόκρημνο βράχο. Εκεί δεν πήγαιναν ούτε ζώα ούτε άνθρωποι. Υπάρχει μόνον μια είσοδος στο βράχο στο επάνω μέρος. Εμείς όμως μπήκαμε από ένα πολύ επικίνδυνο σκαλί του βράχου στο κάτω μέρος! Κανένας δεν το είχε επιχειρήσει πάλι απ’ ότι ξέραμε. Ένας πρώτος μου ξάδερφος ήταν ο μεγαλύτερος και έκανε τ’ αδύνατα δυνατά για να μας αποτρέψει. Στάθηκε αδύνατο. Όση ώρα εμείς ανεβαίναμε αυτός έκλαιγε! Είχε δίκιο: Θυμάμαι δυο τουλάχιστον φορές που ο βράχος με είχε σπρώξει ελαφρά, κι εγώ αιωρήθηκα! Στο τσακ να πέσω στο κενό! Αυτά για μένα. Οι άλλοι δεν ανέφεραν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους.
Εκεί λοιπόν βρήκαμε τσάι άκοπο, ανθισμένο, τέλειο. Τιγκάραμε τις λινάτσες που είχαμε μαζί μας, κι ανηφορίζαμε να βγούμε από τον κλειστό βράχο. Αφού βγήκαμε ξεθεωμένοι, στην έξοδο του βράχου, εκεί που έμοιαζε πλέον με κάμπο για μας, άρχισαν να πετάγονται πέρδικες από γύρω μας! Εκατοντάδες πέρδικες φτεροκοπούσαν ανατριχιαστικά, ανέβαιναν λίγο, παίρνανε ταχύτητα και βουτούσαν με θεαματικό τρόπο στο κενό, κάτω στο βράχο από τον οποίο είχαμε ανέβει. Όλοι νοιώσαμε το ρίγος εκείνο, το ίδιο που παθαίνουμε με τον τέλειο αιφνιδιασμό κάποιου συνταρακτικού και θεαματικού συνάμα γεγονότος. Προσωπικά ένοιωσα φόβο! Αλλά και δέος μπροστά στ’ όμορφο πέταγμα αυτού του κοπαδιού. Ξέρω, μπορείτε να μου πείτε τα πουλιά σχηματίζουν σμήνος, όχι κοπάδι, όμως εγώ σας λέω ότι όλοι εκεί στα χωριά μιλάνε για κοπάδι πέρδικες. Ίσως διότι βόσκουν, ίσως διότι περπατάνε, τρέχουν στο έδαφος.
Ο θείος μου είχε ένα δίκαννο εμπροστογεμές. Όταν πήγαινε για κυνήγι γέμιζε το όπλο του και δεν έπαιρνε κοντά του άλλη γέμιση! Δυο ντουφεκιές όλες κι όλες. Αυτές έλεγε φτάνουν. Κυνηγούσε χωρίς σκύλο. Του άρεσε να πηγαίνει μόνος του. Όταν πήγαινε για κυνήγι δεν έφερνε πάντα θήραμα, εκτός κι αν μας το είχε πει. Έλεγε: Πάω να βαρέσω ένα λαγό. Άλλες φορές έλεγε, πάω για πέρδικες.
Μια φορά του ζήτησα επίμονα να πάω μαζί του. Μια μέρα ολόκληρη γυρίσαμε ένα βουνό περπατώντας. Ήταν ένα μάθημα για τη φύση. Δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Θα σας πω μόνο δυο σημεία. Το ένα ήταν η απάντηση που μου έδωσε, όταν για να ξεκουραστώ, (τον υποχρέωσα να σταματήσουμε), τον ρώτησα: «Γιατί μπάρμπα αυτή την πατουκλιά δεν την έψαξες όλη;». Πατουκλιά ήταν ένας εκτεταμένος θάμνος, μια συστάδα κατσοπούρνια. Κι αν ο λαγός έχει τη φωλιά του στην άλλη άκρη; Κι αν έχει τη φωλιά του στο κέντρο; Αντί για απάντηση, κάθισε και μου εξήγησε τον τρόπο που συμπεριφέρεται ο λαγός. Π.χ. Ο λαγός δεν κάνει φωλιά όπου κι όπου. Εδώ ξέρω ότι πάντα ζει λαγός. Αν κάποιος κυνηγός τον κυνηγήσει, ύστερά από τρεις τέσσερους μήνες θα επιστρέψει. Αν τον σκοτώσει, τότε το πολύ σε έξι μήνες θα εγκατασταθεί άλλος λαγός. Το χειμώνα φτιάχνει το κουμάσι του (φωλιά) στο προσήλιο μέρος, το καλοκαίρι το φτιάχνει στο σκιερό μέρος κλπ. Μπήκαμε μέσα στην πατουκλιά και μου έδειξε τα πέντε κουμάσια λαγού. Να οι κακαρέτζες του (περιττώματα λαγού), είναι φρέσκες. Ο φίλος λείπει. Αν δεν τον χτυπήσει κανείς, αύριο θα είναι εδώ τέτοια ώρα. Κάπου βρήκε χλόη καλή και βόσκει, θα γυρίσει.
Λίγο αργότερα, απόγευμα φθινοπωρινό, εκεί που περπατούσαμε σ’ ένα ανοιχτό μέρος, σ’ ένα βοσκοτόπι στο βουνό, έμεινε ακίνητος και με νόημα καθήλωσε και μένα. Μου ψιθύρισε: «Κάθισε κάτω.... μείνε εδώ. Απέναντι στη μποκρίλα έχει πέρδικες!». Έφυγε στα νύχια τρέχοντας προς την άλλη κατεύθυνση. Αφού έκανε κύκλο μεγάλο, πλησίασε τις πέρδικες, που εν τω μεταξύ είχανε κόψει αρκετό δρόμο ανηφορίζοντας. Ύστερα από αρκετή προσπάθεια τις έβλεπα κι εγώ. Ήταν σαν κότες, λίγο μικρότερες. Έμεναν ακίνητες και ξαφνικά έτρεχαν κι άλλαζαν θέση. Όταν τις είχε αρκετά πλησιάσει από μεριά που δεν τον έβλεπαν, σηκώθηκε όρθιος και πρότεινε το δίκαννο. Οι πέρδικες άρχισαν να σηκώνονται. Δυο ντουφεκιές ακούστηκαν, δυο πέρδικες έπεσαν κάτω χαμηλά. Το κοπάδι δε σηκώθηκε όλο. Οι περισσότερες έγιναν καπνός τρέχοντας στο έδαφος. Πάντως εγώ τώρα δεν τις έβλεπα.
Οι ιστορίες αυτές δεν έχουν τέλος. Δεν είμαι κυνηγός. Δεν μ’ αρέσει να σκοτώνω όμορφα άγρια ζώα. Για τούτο μη με πάρετε για ψεύτη. Ξέρω! Οι κυνηγοί και οι ψαράδες αραδιάζουν πολλά ψέματα. Συνήθως!...
Τότε που ήμουν μικρός, σ’ όλα τα βουνά των Καλαβρύτων υπήρχαν πολλά ζώα. Στο δρόμο στην εξοχή περπατώντας συναντούσες κάπου κάπου κι έναν λαγό. Ψηλά γυρόφερναν αητοί και όρνια. Αργότερα όλα λιγόστεψαν. Ο θείος μου έλεγε ότι οι λαγοί αρρώστησαν από ηπατίτιδα, κι αυτό είχε σα συνέπεια ν’ αρρωστήσουν κι αητοί και τα όρνια.
Τα όρνια ήταν τεράστια πουλιά. Τα ξεχώριζες από την άσπρη κοιλιά τους και το μεγάλο άνοιγμα των φτερών τους.
Τα πιο αγαπημένα μου ήταν οι πέρδικες. Τα πιο θαυμάσια.
Το εμπροστογεμές δίκαννο του θείου, πολύ παλιό, ίσως του δέκατου ένατου αιώνα, τό φερε η τύχη να βρίσκεται σήμερα στα δικά μου χέρια. Το κοίταζα προ ημερών και σκέφτηκα να το λαδώσω, να του φτιάξω καινούριο κοντάκι, να το συντηρήσω. Είναι γεμάτο αναμνήσεις, ιστορίες, εικόνες μαγικές. Και στο κοντάκι του να ζωγραφίσω πέρδικες!
Το σπίτι που γεννήθηκα βρίσκεται μέσα στο δάσος. Όταν ήμουν μικρός, πάνω από την αυλή βρισκόντουσαν δέκα μεγάλα πουρνάρια! Συγκεκριμένα, τα πιο κοντινά ήταν ακριβώς πάνω από τη μικρή αυλή. Κάτι μεγάλοι ασβεστόλιθοι, κι ανάμεσά τους είχε τις ρίζες της μια μεγάλη τρικοκιά. Έκανε υπέροχα άνθη την άνοιξη, κι αργότερα ήταν πανέμορφη με τους κόκκινους εδώδιμους καρπούς της. Γύρω σφεντάμια, κατσοπούρνια, αγκλαβουτσιές, μεγάλες βελανιδιές, κορομηλιές, αφροξυλιές (σαμπούκοι), και πιο πάνω το τοξωτό αλώνι με το αχεροκάλυβο, και πιο πάνω το μεγάλο πουρναρόδασος με τις αλπότρουπες!Λίγο πιο πέρα από τη σπίτι κατεβαίνει η ράχη του βουνού. Το καλοκαίρι οι πέρδικες κατέβαιναν στα ποτιστικά χωράφια για να φάνε τρυφερό τριφύλλι και να πιούνε νερό. Τα πρωινά στο χάραμα ανέβαιναν ποδαράτο στη ράχη. Άκουγα τις φωνές τους! Τσι κλικ! Τσι κλίκ!
Άλλη φορά θα σας μιλήσω για το σπίτι αυτό. Υπάρχει ακόμα. Τώρα οι πέρδικες.
Κάπου έγραψα για αυγά πέρδικας. Είχα ένα θείο, τρομερό κυνηγό. Γνώριζε τις συνήθειες όλων των ζώων. Ο αγαπητός μου αυτός θείος, (ο Θεός ν’ αναπαύει την ψυχή του) κάποια φορά μας έφερε αυγά πέρδικας! Έφτιαξε μια υπέροχη τηγανιά! Έχω φάει σας λέω αυγά πέρδικας! Άλλη φορά έφερε αυγά πέρδικας και τα έβαλε στην κλώσα που είχε βάλει η μάνα του, η νόνα μου (γιαγιά). Η κλώσα έβγαλε κλωσόπουλα, έβγαλε μαζί και περίπου δεκαπέντε περδικόπουλα. Τα θυμάμαι. Ήταν μικρόσωμα σε σχέση με τα κοτοπουλάκια. Το πιο ωραίο ήταν ότι όταν η κλώσα μάζευε τα κλωσόπουλά της κάτω από τις φτερούγες της, τα περδικόπουλα δεν έμπαιναν αποκάτω! Σκαρφαλώνανε πάνω της!
Κι ένα πρωί τα περδικόπουλα εξαφανίστηκαν. Ο θείος είπε ότι σίγουρα φύγανε με τις άλλες πέρδικες που ανέβαιναν στη ράχη το ξημέρωμα!
Θυμάμαι πόσο τρόμαξα, όταν ψηλά στο κατσοπουρνόβουνο που το λέμε Αργαλιά μπροστά μου άρχισαν ν’ απογειώνονται με παταγώδες φτεροκόπημα πέρδικες κοπάδι! Εκατοντάδες πέρδικες! Δε φοβόμουν τις πέρδικες. Ο τρόπος όμως που σηκωνόντουσαν γύρω μου και μπροστά μου μου είχε κόψει την αναπνοή! Σηκωνόντουσαν μερικά μέτρα ύψος και ύστερα βουτούσαν στην πλαγιά σχίζοντας με ήχο τον αέρα! Ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Πέρδικες μεγάλες σαν κότες! Είχα βρεθεί μέσα στο κοπάδι. Στο έδαφος δεν τις έβλεπα. Κι όταν έκανα μερικά βήματα... απογειώθηκαν άλλες τόσες!
Αυτό το έζησα κι άλλη μια φορά, ψηλά στον Ωλονό, στο βράχο του Τσεκούρα. Είχα πάει με φίλους να μαζέψουμε τσάι, σ’ έναν κλειστό απόκρημνο βράχο. Εκεί δεν πήγαιναν ούτε ζώα ούτε άνθρωποι. Υπάρχει μόνον μια είσοδος στο βράχο στο επάνω μέρος. Εμείς όμως μπήκαμε από ένα πολύ επικίνδυνο σκαλί του βράχου στο κάτω μέρος! Κανένας δεν το είχε επιχειρήσει πάλι απ’ ότι ξέραμε. Ένας πρώτος μου ξάδερφος ήταν ο μεγαλύτερος και έκανε τ’ αδύνατα δυνατά για να μας αποτρέψει. Στάθηκε αδύνατο. Όση ώρα εμείς ανεβαίναμε αυτός έκλαιγε! Είχε δίκιο: Θυμάμαι δυο τουλάχιστον φορές που ο βράχος με είχε σπρώξει ελαφρά, κι εγώ αιωρήθηκα! Στο τσακ να πέσω στο κενό! Αυτά για μένα. Οι άλλοι δεν ανέφεραν κάτι τέτοιο για τον εαυτό τους.
Εκεί λοιπόν βρήκαμε τσάι άκοπο, ανθισμένο, τέλειο. Τιγκάραμε τις λινάτσες που είχαμε μαζί μας, κι ανηφορίζαμε να βγούμε από τον κλειστό βράχο. Αφού βγήκαμε ξεθεωμένοι, στην έξοδο του βράχου, εκεί που έμοιαζε πλέον με κάμπο για μας, άρχισαν να πετάγονται πέρδικες από γύρω μας! Εκατοντάδες πέρδικες φτεροκοπούσαν ανατριχιαστικά, ανέβαιναν λίγο, παίρνανε ταχύτητα και βουτούσαν με θεαματικό τρόπο στο κενό, κάτω στο βράχο από τον οποίο είχαμε ανέβει. Όλοι νοιώσαμε το ρίγος εκείνο, το ίδιο που παθαίνουμε με τον τέλειο αιφνιδιασμό κάποιου συνταρακτικού και θεαματικού συνάμα γεγονότος. Προσωπικά ένοιωσα φόβο! Αλλά και δέος μπροστά στ’ όμορφο πέταγμα αυτού του κοπαδιού. Ξέρω, μπορείτε να μου πείτε τα πουλιά σχηματίζουν σμήνος, όχι κοπάδι, όμως εγώ σας λέω ότι όλοι εκεί στα χωριά μιλάνε για κοπάδι πέρδικες. Ίσως διότι βόσκουν, ίσως διότι περπατάνε, τρέχουν στο έδαφος.
Ο θείος μου είχε ένα δίκαννο εμπροστογεμές. Όταν πήγαινε για κυνήγι γέμιζε το όπλο του και δεν έπαιρνε κοντά του άλλη γέμιση! Δυο ντουφεκιές όλες κι όλες. Αυτές έλεγε φτάνουν. Κυνηγούσε χωρίς σκύλο. Του άρεσε να πηγαίνει μόνος του. Όταν πήγαινε για κυνήγι δεν έφερνε πάντα θήραμα, εκτός κι αν μας το είχε πει. Έλεγε: Πάω να βαρέσω ένα λαγό. Άλλες φορές έλεγε, πάω για πέρδικες.
Μια φορά του ζήτησα επίμονα να πάω μαζί του. Μια μέρα ολόκληρη γυρίσαμε ένα βουνό περπατώντας. Ήταν ένα μάθημα για τη φύση. Δεν μπορώ να σας το περιγράψω. Θα σας πω μόνο δυο σημεία. Το ένα ήταν η απάντηση που μου έδωσε, όταν για να ξεκουραστώ, (τον υποχρέωσα να σταματήσουμε), τον ρώτησα: «Γιατί μπάρμπα αυτή την πατουκλιά δεν την έψαξες όλη;». Πατουκλιά ήταν ένας εκτεταμένος θάμνος, μια συστάδα κατσοπούρνια. Κι αν ο λαγός έχει τη φωλιά του στην άλλη άκρη; Κι αν έχει τη φωλιά του στο κέντρο; Αντί για απάντηση, κάθισε και μου εξήγησε τον τρόπο που συμπεριφέρεται ο λαγός. Π.χ. Ο λαγός δεν κάνει φωλιά όπου κι όπου. Εδώ ξέρω ότι πάντα ζει λαγός. Αν κάποιος κυνηγός τον κυνηγήσει, ύστερά από τρεις τέσσερους μήνες θα επιστρέψει. Αν τον σκοτώσει, τότε το πολύ σε έξι μήνες θα εγκατασταθεί άλλος λαγός. Το χειμώνα φτιάχνει το κουμάσι του (φωλιά) στο προσήλιο μέρος, το καλοκαίρι το φτιάχνει στο σκιερό μέρος κλπ. Μπήκαμε μέσα στην πατουκλιά και μου έδειξε τα πέντε κουμάσια λαγού. Να οι κακαρέτζες του (περιττώματα λαγού), είναι φρέσκες. Ο φίλος λείπει. Αν δεν τον χτυπήσει κανείς, αύριο θα είναι εδώ τέτοια ώρα. Κάπου βρήκε χλόη καλή και βόσκει, θα γυρίσει.
Λίγο αργότερα, απόγευμα φθινοπωρινό, εκεί που περπατούσαμε σ’ ένα ανοιχτό μέρος, σ’ ένα βοσκοτόπι στο βουνό, έμεινε ακίνητος και με νόημα καθήλωσε και μένα. Μου ψιθύρισε: «Κάθισε κάτω.... μείνε εδώ. Απέναντι στη μποκρίλα έχει πέρδικες!». Έφυγε στα νύχια τρέχοντας προς την άλλη κατεύθυνση. Αφού έκανε κύκλο μεγάλο, πλησίασε τις πέρδικες, που εν τω μεταξύ είχανε κόψει αρκετό δρόμο ανηφορίζοντας. Ύστερα από αρκετή προσπάθεια τις έβλεπα κι εγώ. Ήταν σαν κότες, λίγο μικρότερες. Έμεναν ακίνητες και ξαφνικά έτρεχαν κι άλλαζαν θέση. Όταν τις είχε αρκετά πλησιάσει από μεριά που δεν τον έβλεπαν, σηκώθηκε όρθιος και πρότεινε το δίκαννο. Οι πέρδικες άρχισαν να σηκώνονται. Δυο ντουφεκιές ακούστηκαν, δυο πέρδικες έπεσαν κάτω χαμηλά. Το κοπάδι δε σηκώθηκε όλο. Οι περισσότερες έγιναν καπνός τρέχοντας στο έδαφος. Πάντως εγώ τώρα δεν τις έβλεπα.
Οι ιστορίες αυτές δεν έχουν τέλος. Δεν είμαι κυνηγός. Δεν μ’ αρέσει να σκοτώνω όμορφα άγρια ζώα. Για τούτο μη με πάρετε για ψεύτη. Ξέρω! Οι κυνηγοί και οι ψαράδες αραδιάζουν πολλά ψέματα. Συνήθως!...
Τότε που ήμουν μικρός, σ’ όλα τα βουνά των Καλαβρύτων υπήρχαν πολλά ζώα. Στο δρόμο στην εξοχή περπατώντας συναντούσες κάπου κάπου κι έναν λαγό. Ψηλά γυρόφερναν αητοί και όρνια. Αργότερα όλα λιγόστεψαν. Ο θείος μου έλεγε ότι οι λαγοί αρρώστησαν από ηπατίτιδα, κι αυτό είχε σα συνέπεια ν’ αρρωστήσουν κι αητοί και τα όρνια.
Τα όρνια ήταν τεράστια πουλιά. Τα ξεχώριζες από την άσπρη κοιλιά τους και το μεγάλο άνοιγμα των φτερών τους.
Τα πιο αγαπημένα μου ήταν οι πέρδικες. Τα πιο θαυμάσια.
Το εμπροστογεμές δίκαννο του θείου, πολύ παλιό, ίσως του δέκατου ένατου αιώνα, τό φερε η τύχη να βρίσκεται σήμερα στα δικά μου χέρια. Το κοίταζα προ ημερών και σκέφτηκα να το λαδώσω, να του φτιάξω καινούριο κοντάκι, να το συντηρήσω. Είναι γεμάτο αναμνήσεις, ιστορίες, εικόνες μαγικές. Και στο κοντάκι του να ζωγραφίσω πέρδικες!
Last edit: 13 Χρόνια 1 Μήνας πριν by Κράνιος.
Οι ακόλουθοι χρήστες είπαν "Σε Ευχαριστώ": Στελλα, κατερινα γεω, DAVIS
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- ΑΝΤΙΓΟΝΗ
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 508
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 280
13 Χρόνια 1 Μήνας πριν #2219
από ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Απαντήθηκε από ΑΝΤΙΓΟΝΗ στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Είδα κι απόειδα πηρά το δίκαννο και κατέβηκα να κάνω επανάσταση… Κατέβηκα αποφασισμένος να σκοτώσω! …αλλά δεν ήξερα ποιον! Ρωτάω έναν: «ρε φίλε ποιος είναι ο εχθρός;…»… «μπορεί η κυβέρνηση» μου λέει… «ίσως οι Αμερικάνοι… μπορεί να είναι και η γριά που τους ψήφισε… ο γέρος που είναι κολλημένος … ο υπάλληλος που βολεύτηκε… αυτός που τον λάδωσε… ο εκδότης που τον στήριξε… ο εργολάβος που τα άρπαξε… ποιος ξέρει;…» Σοκαρίστηκα …και πάτησα τη σκανδάλη!… τώρα πως βρέθηκα σοβαρά τραυματισμένος στο νοσοκομείο δεν ξέρω…
Οι ακόλουθοι χρήστες είπαν "Σε Ευχαριστώ": Κράνιος
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Κράνιος
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 1592
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 1151
13 Χρόνια 1 Μήνας πριν - 13 Χρόνια 1 Μήνας πριν #2227
από Κράνιος
Απαντήθηκε από Κράνιος στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Αντιγόνη καλό απόγευμα. Όχι. Όχι αίματα! Ηρέμησε, εφιάλτης ήταν. Εξάλλου εμείς δεν είμαστε των όπλων. Ούτε απειλούμε κανέναν. Κι ούτε εχθρούς έχουμε. Άλλοι μας βλέπουν εχθρικά. Ωραία η ιστορία σου. Δείχνει την αδυναμία ενός φυσιολογικού ανθρώπου να επιτεθεί σε άλλους. Είμαι μαζί σου. Και για την ακρίβεια σου απάντησα εδώ:
http://2019.kalliergo.gr/forum/31-Γενικού-ενδιαφέροντος/2006-Προτάσεις-για-να-βγούμε-από-το-αδιέξοδο.html?limit=10&start=20#2221
Διάβασε στο ΥΓ. κάτω κάτω. Ο φίλος σου Κράνιος. (Θα πάω στο ληξιαρχείο και θα δηλώσω Κράνιος! Να τους κουφάνω, ε
Διάβασε στο ΥΓ. κάτω κάτω. Ο φίλος σου Κράνιος. (Θα πάω στο ληξιαρχείο και θα δηλώσω Κράνιος! Να τους κουφάνω, ε
Last edit: 13 Χρόνια 1 Μήνας πριν by Κράνιος.
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- ΑΝΤΙΓΟΝΗ
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
Λιγότερα
Περισσότερα
- Δημοσιεύσεις: 508
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 280
13 Χρόνια 1 Μήνας πριν #2229
από ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Απαντήθηκε από ΑΝΤΙΓΟΝΗ στο θέμα Μια ιστορία θα σας πω…
Φιλε μου κρανιε μακρυα απο εμενα τα αιματα , οι αιματοχυσιες και η βια .
Αυτο που εγραψα ηταν για να σκευτουμαι την ατομικη ευθυνη που εχει ο καθε ενας μας για καθε κακο αποτελεσμα
Οι ανθρωποι εχουν την ταση τις ευθυνες να τις αποδειδουν παντα στους αλλους χωρις καν να μπαινουν στην διαδικασια να σκευτουν που ειναι η δικη τους ευθυνη .
Αν αυτο συμβει τοτε να εισαι βεβαιως πως δεν θα υπαρχει ποτε κανενα προβλημα .
Θα σου πω πως εκει που ειναι το εξοχικο που πηγαινω σε καποια σημεια υπαρχουν παντου σκουπιδια πεταμενα , και ολοι μιλανε για την ανικανοτητα του δημου να καθαρισει την περιοχη
Η απαντηση μου ξερεις πια ειναι ?
Αν σταματησουμαι να πεταμε τα σκουπιδια στον δρομο τοτε η περιοχη θα ειναι πεντακαθαρη και για αυτα τα σκουπιδια δεν ευθυνεται ο δημος αλλα αυτοι που περνανε απο εκει για να πανε στα σπιτια τους και τα πετανε .
Αν λοιπον εγω δεν μπορω να κρατησω τα βρωμοχερα μου απο το να πετανε σκουπιδια οπου ναναι , και ξερω πως περνωντας απο εκει εγω θα τα βλεπω τοτε γιατι να ενοχληθη ο δημος που δεν περναει απο εκει ?
Ελπιζω να καταλαβαινεις το σκεπτικο μου, και επεκτεινετο εσυ σε ολα στα χαλια της χωρας μας και σκεψου την ευθυνη που εχει ο καθε ενας μας για αυτα τα χαλια .
Αυτο που εγραψα ηταν για να σκευτουμαι την ατομικη ευθυνη που εχει ο καθε ενας μας για καθε κακο αποτελεσμα
Οι ανθρωποι εχουν την ταση τις ευθυνες να τις αποδειδουν παντα στους αλλους χωρις καν να μπαινουν στην διαδικασια να σκευτουν που ειναι η δικη τους ευθυνη .
Αν αυτο συμβει τοτε να εισαι βεβαιως πως δεν θα υπαρχει ποτε κανενα προβλημα .
Θα σου πω πως εκει που ειναι το εξοχικο που πηγαινω σε καποια σημεια υπαρχουν παντου σκουπιδια πεταμενα , και ολοι μιλανε για την ανικανοτητα του δημου να καθαρισει την περιοχη
Η απαντηση μου ξερεις πια ειναι ?
Αν σταματησουμαι να πεταμε τα σκουπιδια στον δρομο τοτε η περιοχη θα ειναι πεντακαθαρη και για αυτα τα σκουπιδια δεν ευθυνεται ο δημος αλλα αυτοι που περνανε απο εκει για να πανε στα σπιτια τους και τα πετανε .
Αν λοιπον εγω δεν μπορω να κρατησω τα βρωμοχερα μου απο το να πετανε σκουπιδια οπου ναναι , και ξερω πως περνωντας απο εκει εγω θα τα βλεπω τοτε γιατι να ενοχληθη ο δημος που δεν περναει απο εκει ?
Ελπιζω να καταλαβαινεις το σκεπτικο μου, και επεκτεινετο εσυ σε ολα στα χαλια της χωρας μας και σκεψου την ευθυνη που εχει ο καθε ενας μας για αυτα τα χαλια .
Οι ακόλουθοι χρήστες είπαν "Σε Ευχαριστώ": Κράνιος
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
Συντονιστές: ilias
Χρόνος δημιουργίας σελίδας: 0.053 δευτερόλεπτα