Πλέον η χρήση του έχει διαδοθεί και χρησιμοποιείται ως συμπλήρωμα διατροφής ή τρόφιμο από πολυάριθμες χώρες, όπως η Ιαπωνία και η Κίνα, που κατέχουν τα σκήπτρα στην καλλιέργεια της στέβιας, αλλά και από τις ΗΠΑ, τον Καναδά, την Αυστραλία, τη Ρωσία, το Ισραήλ, την Ελβετία, τη Γαλλία και τις περισσότερες χώρες της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής.
“Έχουμε ζητήσει από την ελληνική πολιτεία τη χορήγηση προσωρινής εθνικής έγκρισης χρήσης της στέβιας στα τρόφιμα και ποτά στην Ελλάδα, όπως, εξάλλου, πραγματοποίησε η Γαλλία, προκειμένου να προσφέρει τη δυνατότητα στις εταιρείες και στους αγροτικούς συνεταιρισμούς να προετοιμαστούν για να επενδύσουν στον τομέα της βιομηχανικής μεταποίησης της στέβιας”, σημειώνει στην εφημερίδα “Κεφάλαιο” [http://www.capital.gr/weekend_articles.asp?id=1240539] ο Πάνος Καπόγλου, γεωπόνος του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Video για τη Στέβια
[video:http://www.youtube.com/watch?v=pfBidnlrSg0&feature=player_embedded 450x338]
Πλεονεκτήματα της Στέβια
Σύμφωνα με έρευνα της Zenith International, κατά το 2010 οι πωλήσεις της στέβιας διεθνώς ανήλθαν στους 3.500 μετρικούς τόνους, αυξήθηκαν δηλαδή 1% σε σχέση με το 2009, αντιπροσωπεύοντας συνολική αξία 285 εκατομμυρίων δολαρίων.
Προς τι η παγκόσμια στροφή στη στέβια, το φυτό που αποκαλείται διεθνώς ως το “ιερό δισκοπότηρο” της βιομηχανίας τροφίμων;
Με το διαβήτη και την παχυσαρκία να αποτελούν τη μάστιγα του αιώνα, η παγκόσμια ζήτηση για ισορροπημένα διατροφικά προϊόντα με ελάχιστη θερμιδική περιεκτικότητα έχει αυξηθεί γεωμετρικά. Γι' αυτό, η στέβια, ως γλυκαντική ουσία με μηδέν θερμίδες, χρησιμοποιείται ολοένα και περισσότερο για την παρασκευή τροφίμων ή ποτών, ιδίως από το 2008 που οι αμερικανικές Αρχές ενέκριναν τη χρήση της. Δεν είναι τυχαίο ότι η Coca-Cola, η Pepsico και η Lipton αποτελούν ορισμένους μόνο από τους πολυεθνικούς κολοσσούς που χρησιμοποιούν τη στέβια ως συστατικό των αναψυκτικών τους.
Καλλιέργεια στέβιας στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η καλλιέργεια στεβιοζάχαρης φαίνεται όχι θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός ανάπτυξης για την Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, της οποίας τα οικονομικά μεγέθη βρίσκονται “στο κόκκινο”. “Εκτός από την τευτλοζάχαρη, η ΕΒΖ θα μπορούσε να στραφεί στην καλλιέργεια στέβιας και στη δημιουργία εργοστασίου παραγωγής στεβιοζάχαρης, που δεν υπάρχει ούτε στην Ευρώπη ούτε στα Βαλκάνια”, αναφέρει ο κ. Καπόγλου.
Η στέβια αποτελεί, κατά τους ειδικούς, πρώτης τάξης εναλλακτική καλλιέργεια έναντι όχι μόνον των ζαχαρότευτλων, αλλά κυρίως του καπνού, όπως και του βαμβακιού ή του παντζαριού, εξασφαλίζοντας ικανοποιητικό εισόδημα, χωρίς καμία επιδότηση. Σύμφωνα με τον κ. Καπόγλου, τα μικτά κέρδη από την καλλιέργεια στέβιας μπορούν να διαμορφωθούν στα 1.000 ευρώ ανά στρέμμα και είναι πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με τη βαμβακοκαλλιέργεια, που αποδίδει μικτά κέρδη όχι περισσότερα από 250 ευρώ ανά στρέμμα.
Την ίδια στιγμή, όπως εξηγεί ο επιμελητής του Καπνικού Σταθμού Έρευνας Καρδίτσας, Κωνσταντίνος Ζαχοκώστας, με την Ευρωπαϊκή Ένωση να έχει αποφασίσει τη διακοπή της επιδότησης προς τους καπνοπαραγωγούς από το 2013 -λόγω και των σοβαρών βλαβών που προκαλεί στην ανθρώπινη υγεία ο καπνός- η στέβια εκτιμάται ότι θα μειώσει δραματικά τα τεράστια ποσοστά ανεργίας των καπνοκαλλιεργητών.
Πώς καλλιεργείται η στέβια
Mε άλλα λόγια, η μεγάλη ζήτηση της στέβιας καθιστά ενδεδειγμένη την καλλιέργειά της είτε από ερασιτέχνες είτε από επαγγελματίες αγρότες. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, μπορεί να καλύψει τις ημερήσιες ανάγκες των νοικοκυριών, καθώς μπορεί να φυτευτεί στη γλάστρα ή σε περιορισμένη επιφάνεια του κήπου και να ακολουθηθεί μέθοδος καλλιέργειας αντίστοιχη με αυτή της γαρδένιας.
Καλλιέργεια Στέβιας
Για πρώτη φορά στην Ελλάδα το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας πραγματοποίησε πειραματικές καλλιέργειες στην Αγία Παρασκευή του Δήμου Σοφάδων, των οποίων τα δείγματα εστάλησαν για ανάλυση στη Γερμανία και στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας Γεωργικών Προϊόντων του Εθνικού Ιδρύματος Αγροτικής ΄Έρευνας. Οι αναλύσεις οδήγησαν σε πολύτιμα συμπεράσματα σχετικά με την καλλιέργεια του φυτού σε μικρομεσαίες ή μεγάλης επιφάνειας εκτάσεις γης.
Κατ' αρχάς, σύμφωνα με τον κ. Ζαχοκώστα, έπειτα από πειραματισμούς αποστάσεων φυτείας τεσσάρων χρόνων και μάλιστα σε τρεις διαφορετικές περιοχές (Μητρόπολη Καρδίτσας, Δομένικο Ελασσόνας και Αγία Παρασκευή Σοφάδων), προκύπτει ότι η πλέον κατάλληλη απόσταση είναι 75x40 εκατοστά, καθώς με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η μεγαλύτερη απόδοση. Παράλληλα, η καλύτερη περίοδος κοπής των φυτών είναι το διάστημα λίγο πριν από την άνθιση, που συμπίπτει σε χρονική περίοδο ογδόντα έως ογδόντα πέντε ημερών από τη μεταφύτευση.
Οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να γνωρίζουν ότι σπόρους -είναι πολύ μικροί, ένα γραμμάριο ισοδυναμεί με 2.600 σπόρους- στέβιας μπορούν να αναζητήσουν σε γεωπονικά κέντρα. Στο πλαίσιο των πειραμάτων του Πανεπιστημίου Θεσσαλί ας χρησιμοποιήθηκαν τέσσερις ποικιλίες, δύο προέλευσης Παραγουάης (Eirete Criolo), μία Ινδίας (SRB 128), ενώ η τέταρτη δημιουργήθηκε από τον Καπνικό Σταθμό Έρευνας Καρδίτσας.
Πολλαπλασιασμός της στέβιας
Πώς πολλαπλασιάζεται η στέβια; Όπως εξηγεί ο κ. Ζαχοκώστας, η πλέον ευρέως χρησιμοποιούμενη μέθοδος πολλαπλασιασμού είναι αυτή με τη χρήση σπόρου, ο οποίος -όπως και στον καπνό- δεν τοποθετείται απευθείας στο χωράφι, επειδή οι πιθανότητες φυτρώματος του σπόρου είναι πολύ μικρές. Γι' αυτό, η στέβια μεταφυτεύεται, ώστε να παραχθούν όσο το δυνατόν περισσότερα σπορόφυτα.
Αποξήρανση της στέβιας
Τέσσερις μέθοδοι αποξήρανσης -διαδικασία μέσω της οποίας παράγεται η γλυκαντική ουσία χάρη στην οποία η στέβια βρίσκεται στο επίκεντρο του παγκόσμιου επενδυτικού και μη ενδιαφέροντος- υπάρχουν: Αυτή που παραπέμπει σε άρμεγμα (αποφύλλωση του φυτού) και -για μεγάλες εκτάσεις- απαιτεί μεγάλο αριθμό εργατικών χεριών. Η βραζιλιάνικη, που πραγματοποιείται μηχανικά, με τα φυτά να εισάγονται σε μεγάλους κλιβάνους, όπου επικρατεί υψηλή θερμοκρασία και έντονος αερισμός.
Η μηχανική συλλογή των φύλλων με τη μέθοδο του αρμέγματος, όπου τα φύλλα οδηγούνται για μεταποίηση στο εργοστάσιο, που παρουσιάζει μεγάλα μειονεκτήματα (π.χ., τα φύλλα “ανάβουν” αν δεν οδηγηθούν εντός διώρου στο εργοστάσιο).
Αυτή που επινόησαν οι κ.κ. Ζαχοκώστας και Α. Χαραλάμπου: τα φυτά κόβονται σε ύψος πέντε εκατοστών από το έδαφος, συλλέγονται όπως τα καπνόφυλλα και οδηγούνται στα ξηραντήρια καπνού. Η συγκεκριμένη μέθοδος εξασφαλίζει άριστο πράσινο χρωματισμό, επιτρέπει στον παραγωγό να αποθηκεύσει και να πουλήσει το προϊόν όποτε αυτό κριθεί σκόπιμο, ενώ μπορεί να στηριχθεί στις υφιστάμενες καπνοπαραγωγικές εγκαταστάσεις.
Αναφορικά με την τιμή πώλησης της στέβιας, ελλείψει της έγκρισης από την Ε.Ε. δεν μπορεί να προσδιοριστεί, όπως σημειώνει ο κ. Ζαχοκώστας. Ωστόσο, στην Παραγουάη το ένα κιλό ξηρών φύλλων πωλείται από 2,50 έως 5 δολάρια.
Στέβια σε γλάστρες
Στέβια σε γλάστρα. Πηγή εικόνας
Σε επίπεδο νοικοκυριού, η στέβια μπορεί να αναπτυχθεί και σε γλάστρα ή μικρή επιφάνεια κήπου, όπως η γαρδένια, και να ακολουθηθεί σχηματικά η διαδικασία της σποράς, μεταφύτευσης, κοπής του φυτού, αποξήρανσης και διαχωρισμού των βλασταριών από τα φύλλα.
Σπορεία στέβιας
Για τον σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τριών ειδών σπορεία, τα “παραδοσιακά”, τα επιπλέοντα και αυτά που παράγονται με τη μέθοδο της υδρονέφωσης.
Τα “παραδοσιακά” θα πρέπει να έχουν πλάτος ένα μέτρο και μήκος περίπου 10 μέτρα και να είναι ελαφρώς υπερυψωμένα, ώστε να γίνεται καλή αποστράγγισή τους. Το ύψος τους θα πρέπει να είναι από 10 έως 20 εκατοστά, ενώ το χώμα του σπορείου θα πρέπει να είναι ψιλοχωματισμένο, πλούσιο σε οργανική ουσία, καλά αεριζόμενο και απαλλαγμένο από ζιζάνια, όπως εξηγεί ο κ. Ζαχοκώστας. Οι σπόροι της στέβιας, λόγω του μικρού μεγέθους τους, θα πρέπει να σπέρνονται στην επιφάνεια του σπορείου και στη συνέχεια να καλύπτονται με τύρφη, ώστε να μην απομακρυνθούν εξαιτίας ενδεχόμενης βροχόπτωσης ή ανέμου, αλλά και να μη φαγωθούν από τα πουλιά. Ποτίζουμε ελαφρά, για να κολλήσει το χώμα με τον σπόρο, ενώ τα σπορόφυτα θα είναι στο κατάλληλο στάδιο ανάπτυξης για μεταφύτευση 8-10 εβδομάδες μετά τη σπορά του σπόρου. “Πυξίδα” για την κατάλληλη περίοδο σποράς στο σπορείο είναι οι καιρικές συνθήκες που επικρατούν στην περιοχή.
Τα επιπλέοντα σπορεία βρίσκονται μέσα σε θερμοκήπια, όπου υπάρχουν ελεγχόμενες συνθήκες φωτισμού, υγρασίας, θερμοκρασίας και αερισμού. Όπως διευκρινίζει ο κ. Ζαχοκώστας, το εν λόγω σύστημα είναι πολύ απλό και αξιόπιστο, ο καλλιεργητής απαλλάσσεται από τις επιπρόσθετες διαδικασίες του ποτίσματος, του βοτανίσματος, του σκεπάσματος και του ξεσκεπάσματος. Επίσης, το κόστος παραγωγής είναι μικρότερο, με τα παραγόμενα στεβιο-φυτάρια να διαθέτουν δυνατό στέλεχος και ολοκληρωμένο ριζικό σύστημα, γεγονός που περιορίζει στο ελάχιστο την απώλεια των φυτών που περιέχουν τις γλυκογόνες ουσίες. Ταυτόχρονα, η καλλιέργεια με επιπλέοντα σπορεία είναι περισσότερο οικολογική, διότι αποφεύγεται η απολύμανση, η χρήση φυτοφαρμάκων, ενώ τα λιπάσματα που χρησιμοποιούνται είναι λιγότερα και τοποθετούνται μέσα στο νερό.
Τα ειδικά τελάρα που χρησιμοποιούνται από τη συγκεκριμένη μέθοδο είναι από πολυουρεθάνη, οι κυψελίδες είναι σε μορφή πυραμίδας, με βάση τετράγωνη και βάθος όχι λιγότερο από 40 χιλιοστά, ο όγκος θα πρέπει να είναι από 17-20 κυβ. εκατοστά, ενώ σε κάθε τρύπα τοποθετείται ένας σπόρος. Τα φυτά πριν από την μεταφύτευση τους στο χωράφι θα πρέπει να κουρευτούν, ώστε:
- η διάμετρος του στελέχους να αυξηθεί
- τα φυτά να είναι καλύτερα αερισμένα (λιγότερες πιθανότητες δημιουργίας ασθενειών στον κορμό) και
- τα λιγότερα ανεπτυγμένα φυτά να έχουν μικρότερη σκίαση από τα ανεπτυγμένα για να εξασφαλίζεται ομοιομορφία
Όπως σημειώνει ο κ. Ζαχοκώστας, τα νέα σπορόφυτα θα είναι έτοιμα για μεταφύτευση 6-8 εβδομάδες μετά την τοποθέτηση των τελάρων στο θερμοκήπιο, ενώ στο χωράφι θα πρέπει να μεταφυτευτούν όταν η θερμοκρασία του εδάφους σταθεροποιηθεί πάνω από τους 12 βαθμούς Κελσίου.
Αναφορικά με την υδρονέφωση, είναι η ίδια μέθοδος με την παραπάνω, αλλά, εν προκειμένω, τα τελάρα είναι τοποθετημένα μισό μέτρο πάνω από το έδαφος και το πότισμα, ενώ τα θρεπτικά στοιχεία και τα διάφορα φυτοφάρμακα δίνονται μέσω της υδρονέφωσης (fog system).
Στο φυσικό περιβάλλον της η στέβια μεγαλώνει σε ελαφρώς αμμώδη, ελαφρώς όξινα εδάφη που περιέχουν λίγη οργανική ουσία και αποδίδει καλύτερα σε εδάφη με PH από 7-8. Η λίπανση πρέπει να έχει τη σχέση 3-1-2, 2-1-2 και 1-1-2 (άζωτο, φώσφορο και κάλιο).
Πηγές
Εφημερίδα ΚΕΦΑΛΑΙΟ (Άρθρο του δημοσιογράφου Δημήτρης Δελεβέγκος)