- Δημοσιεύσεις: 1592
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 1151
Μια ιστορία θα σας πω…
- Κράνιος
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
Τα πιο ωραία παραμύθια
απ' όσα μου 'χεις διηγηθεί
αχ είν' εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που 'χουν χαθεί
αχ είν' εκείνα που μιλούσαν
για τα παιδιά που 'χουν χαθεί.
Για τα παιδιά που χάθηκαν
στο στοιχειωμένο δάσος
στις λίμνες στο βορρά
για τα παιδιά που χάθηκαν
στου δράκου το πηγάδι
στης στρίγκλας τη σπηλιά.
Σε συμμορίες με ζητιάνους
σε αχυρώνες και σ' αυλές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές
και σε καράβια του πελάγους
με λαθρεμπόρους πειρατές.
Για τα παιδιά που τα 'συραν
στης Αφρικής τις αγορές
εμπόροι και ληστές
και φοβισμένα κι ορφανά
στη Σμύρνη και στη Βενετιά
τα πιάσαν οι φρουρές.
Ψωμί ζητήσαν του φουρνάρη
λίγο νερό του καφετζή
τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί
τα διώχνει ο πρώτος μ' ένα φτυάρι
κι ο άλλος λύνει το σκυλί.
Στις λυπημένες πολιτείες
πέφτει μια κίτρινη βροχή
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το 'να δόντι μου πονεί
στο σώμα μου έχω ανατριχίλες
και το 'να δόντι μου πονεί.
Το γράμμα σου δέκα σελίδες
πάλι η ίδια συμβουλή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν' αλλάξω πια ζωή
μου λες στο σπίτι να γυρίσω
μου λες ν' αλλάξω πια ζωή.
Ομίχλη πέφτει στις σκεπές
φεύγουν οι φάτσες σαν σκιές
και τρέμει το κερί
φωτιές ανάβουν στις ακτές
μέσα στ' αυτιά μου ακούω στριγκλιές
και τρέμω σαν πουλί.
Δίσκος: Το περιβόλι του τρελού
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Κράνιος
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
- Δημοσιεύσεις: 1592
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 1151
Ο φτωχός και λίγο αργόστροφος, μα πάντα χαμογελαστός και καλομίλητος. Φύλαγε ένα μικτό κοπάδι γιδοπρόβατα του χωριού. Δεν ήξερε τι γίνεται στη χώρα. Έπαιζε τη φλογέρα του, πέρα στους πρόποδες του βουνού. Εκεί η εμπροσθοφυλακή των Γερμανών, που προχωρούσε προς τα Καλάβρυτα, τον είδε και τον πυροβόλησε από μακριά, χωρίς καμιά συζήτηση.
Ο άλλος, βλάχος που ζούσε το καλοκαίρι στο βουνό ψηλά, είχε κατέβει στο καφενείο, κάτω από τον πλάτανο. Ήταν χαρούμενος, φορούσε ένα κοστούμι, είχε το καπελάκι του το ωραίο, το κομπολόι του, κι έπινε τον καφέ του.
Τυπική ανάκριση:
-Πού είναι το σπίτι σου;
-Στο βουνό. ( Κι έδειξε ψηλά στις κορφές)
-Έχεις αδέρφια, γονείς κτλ; Πού βρίσκονται αυτοί;
-Στο βουνό. Όλοι στο βουνό μένουμε.
Τον εκτέλεσαν επιτόπου. Η σιγουριά του ανθρώπου που δεν έχει βλάψει ούτε μυρμήγκι, ήταν γι αυτούς η απόλυτη απόδειξη για τον άνθρωπο που αντιστέκεται.
.....................................................................................
Τη ιστορία δε θα μου τη διδάξουν οι ανιστόρητοι. Μου τη δίδαξαν οι καθηγητές μου που με μάθανε να σκέφτομαι, να βλέπω, ν' ακούω, να αναλύω, να συνθέτω, ....
Η γριά με τα τέσσερα θύματα στα Καλάβρυτα μου είπε την πάσα αλήθεια. Και με όρκισε να πολεμάω το ψέμα.
Οι συνεργάτες των Γερμανών, μου έλεγε, δεν άφηναν τις γυναίκες ούτε να θάψουν τους νεκρούς τους....
Κι ήτανε μες τη φτώχεια. Και ο άντρας της και τα τρία αγόρια της δεν ήταν αντάρτες...
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Κράνιος
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
- Δημοσιεύσεις: 1592
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 1151
Θυμάμαι π.χ. τα πεθερικά μου (που ήρθαν άρον άρον απ’ το Μεξικό, ανήμερα τα Χριστούγεννα), αλλά τους θυμάμαι μόνο μια φορά αν και έρχονταν στο νοσοκομείο κάθε μέρα.
Θυμάμαι τον κουνιάδο μου, που μένει στην Ισπανία, μια φορά και θυμάμαι ότι δεν μου έκανε εντύπωση που τον είδα, λες και τον έβλεπα κάθε μέρα.
Θυμάμαι τον Χατζησοφιά μια μέρα που ήρθε και ήταν επίσης εκεί τρεις γυναίκες συνάδελφοί μου. Μου είπε, θυμάμαι, ότι δεν είχε έρθει η ώρα μου ακόμα και ότι τη σκαπούλαρα και σκέφτηκα «Τι μου λέει ρε γαμώτο; Τόσο βαριά είμαι;».
Θυμάμαι τον Φραντζεσκάκη που είχε έρθει μ’ έναν κοινό μας φίλο, αλλά εδώ τα μπερδεύω λίγο. Θυμάμαι ότι πήγαμε περπατώντας στην αυλή του κέντρου αποκατάστασης, αλλά αποκλείεται να έγινε έτσι αφού δεν μπορούσα να περπατήσω. Μάλλον θα με πήγε σπρώχνοντας το καροτσάκι και εγώ φαντάστηκα ότι πήγαμε περπατώντας.
Θυμάμαι τον φίλο μου τον καφετζή που με επισκέφτηκε μια μέρα, αλλά και εδώ τα μπερδεύω. Ενώ θυμάμαι καλά πως μου είπε να μου φέρει μια εφημερίδα να διαβάσω τα ποδοσφαιρικά νέα (αυτό έγινε στ’ αλήθεια), φανταζόμουν πως ήμουν στο διάδρομο και όχι στον θάλαμο του νοσοκομείου. Επίσης μου είπε αργότερα ότι μόλις έφυγε είχα μια κρίση και τράνταζα το κρεβάτι ενώ εγώ δεν το θυμάμαι καθόλου αυτό.
Εκτός από αυτά που ήταν μισοαλήθεια, έβλεπα και άλλα πράγματα (πώς να τα πω; Όνειρα; Οράματα που ήταν φανταστικά πέρα για πέρα αν και ήταν τόσο αληθοφανή που για καιρό μετά πίστευα ότι έγιναν στην πραγματικότητα.
Έβλεπα π.χ. ότι είχα, λέει, έντεκα παιδιά (τα μεγαλύτερα είχαν όνομα, τα μικρότερα όχι) και μου τα ταχυδρόμησε η γυναίκα μου από το Μεξικό μέσα σ’ ένα κόκκινο κουτί. Κράτησα στο νοσοκομείο μερικά, έδωσα 3-4 στη γιαγιά μου στο χωριό και τα υπόλοιπα τα άφησα μέσα στο κουτί στο πατρικό μου. Με είχε πιάσει αγωνία λοιπόν μην πάθουν κάτι στο χωριό και ποιος να τα ταΐζει εκεί και είπα στον αδελφό μου («είπα» σχήμα λόγου αφού λόγω της τραχειοτομίας δεν μπορούσα να μιλήσω, του έγραψα να λέμε καλύτερα σε ένα πινακάκι που είχα) να πάει να ψάξει στο σπίτι στο χωριό και αν βρει ένα κόκκινο κουτί να μου το φέρει. «Τι έχει μέσα το κουτί;» με ρώτησε «Μπα, τίποτα. Αλλά μην το ανοίξεις, μόνο να το φέρεις εδώ» του είπα (έγραψα). «Που να πιστέψει αν του πω ότι έχει παιδιά μέσα» σκέφτηκα. Έψαξε λοιπόν στο σπίτι ο άνθρωπος αλλά φυσικά κόκκινο κουτί δεν βρήκε…
Και άλλα, και άλλα, που θέλω ολόκληρο βιβλίο να τα γράψω.
Αλλά το χειρότερο (ίσως) ήρθε μετά. Στην εντατική κόλλησα κάτι θανατηφόρα μικρόβια και άρχισα να κάνω πολύ ψηλούς πυρετούς. Μιλάμε για 41 βαθμούς και βάλε! Τυραννήθηκα 2-3 μήνες έτσι (ακόμα δεν ξέρω πόσο ακριβώς) ώσπου οι γιατροί το διέγνωσαν: «Σηψαιμία. Δεν την βγάζει».
Στη Βικιπαίδεια λέει πως το ποσοστό των ασθενών που εγκαταλείπουν τα εγκόσμια από τη σήψη κυμαίνεται από 20% έως 80%.
Στο χωριό βγήκε μια φήμη ότι πέθανα. Ναι, αλήθεια.
Ο διευθυντής του κέντρου αποκατάστασης που ήμουνα κάλεσε τη μάνα μου να της ανακοινώσει το αναμενόμενο και μόλις έμαθε ότι η γυναίκα μου ήταν έγκυος, για να την παρηγορήσει της είπε ότι τουλάχιστον θα έχει το εγγονάκι για να με θυμάται! Επίσης γεγονός.
Ένα από τα πράγματα που μου δίδαξε η περιπέτειά μου (στον επίλογο θα πω και μερικά άλλα) είναι ότι τελικά είναι πολύ εύκολο να πεθάνεις και τυγχάνει να μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβεί στον καθένα. Αυτό το «στον καθένα» όλο το λέμε αλλά δεν το συνειδητοποιούμε. Το ξέρω γιατί έτσι έλεγα και εγώ αλλά μέσα μου πίστευα ότι αυτά είναι τους άλλους. Ώσπου ήρθε η 13η/12/2009, το πρωί της οποίας ήμουνα υγιέστατος και το βράδυ τσεκάριζα εισιτήρια, διαβατήρια κ.λπ. για τον άλλο κόσμο.
Παρεμπιπτόντως ξέρετε ότι έχουμε 2.000 περισσότερες πιθανότητες να έχουμε αύριο το πρωί ένα σοβαρό ατύχημα με το αυτοκίνητο από το να κερδίσουμε το ΛΟΤΤΟ; Και όμως το να κερδίσουμε το ΛΟΤΤΟ το ονειρευόμαστε και το θεωρούμε πιθανό αλλά το άλλο ούτε που σκεφτόμαστε ότι μπορεί να γίνει (από συνήθεια το λέμε μερικές φορές).
Μια από τις πιο τρομακτικές εμπειρίες ήταν όταν μου καθάριζαν τα φλέματα, «αναρρόφηση» το έλεγαν. Μου βύθιζαν ένα σωληνάκι στην τρύπα που είχα στο λαιμό και τα τραβούσαν έξω. Εγώ ασφυκτιούσα και δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και η αγωνία μου ήταν μην ξεχαστεί η νοσοκόμα και πνιγώ. Γι’ αυτό έπιανα το χέρι της μάνας μου (ακόμα δεν το ξέρει αυτό) ώστε σε περίπτωση που με ξεχνούσαν (μην χαμογελάτε γιατί ήταν τραγικό) να χτυπιόμουν και να το καταλάβαιναν. Παρεμπιπτόντως τη φορά που η μάνα μου πήγε στο γραφείο του διευθυντή, τα φλέματα με «έπνιξαν» και ένας γιατρός με επανάφερε στο τσακ.
(η συνέχεια και το τέλος αύριο)
Αναρτήθηκε από Diego Alatriste στις 1:07 μ.μ.
Το κείμενο που μόλις διαβάσατε έχει τίτλο "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε (μέρος 2ο)" .
Το βρήκα στο ΟΙ ΓΡΑΜΜΕΣ ΤΩΝ ΟΡΙΖΟΝΤΩΝ
Όλοι κάνουμε λάθη. Μερικά λάθη όμως είναι ίδια μ' αυτόν που τα κάνει.
Όπως το ΜΗΔΕΝ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ. Το μηδέν μας πηγαίνει στην Αριθμητική, αλλά εμένα με πήγε στον Καζαμία το Μέγα. Ύστερα το φιλοσόφησα και κατέληξα σε μια δικιά μου ερμηνεία.
Σας χαρίζω λοιπόν το ολόσφρεσκο σοφιολόγημα: ΜΗΔΕΝ ΠΡΟ ΤΟΥ ΤΕΛΟΥΣ
Θέλει να πει ότι τίποτα δεν υπάρχει πριν το τέλος. Ή ... πιάστ' τ' αυγό και κούρευτο.
Συμπέρασμα: Εδώ γράφουμε ιστορίες. Όχι μύθους. Η ιστορία του ανθρώπου που μόλις διαβάσαμε μας αφήνει αποσβωλομένους. Η ερμηνεία του "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε" από τον τρομερό αυτό συγγραφέα είναι μοναδική, και του βγάζω το καπέλο. Υποκλίνομαι στον ήρωα αυτόν. Εδώ γράφει: "Μηδένα προ του τέλους μακάριζε (μέρος 1ο) Ή θα έλεγα εγώ καλύτερα, μην μακαρίζεις κανέναν πριν δεις και το επόμενο επεισόδιο, αφού όπως φαίνεται το τέλος δεν ήρθε ακόμα στην περίπτωσή μας....."
Κι έχει απόλυτο δίκιο.
Κανέναν λοιπόν μη θεωρείς τελειωμένο και ξοφλημένο, πριν να έρθει το τέλος του.
Έτσι, πρέπει να δεχτούμε ότι η γλώσσα είναι ένα εργαλείο που δεν θα μάθουμε ποτέ ίσως να το χρησιμοποιούμε σωστά. Η αλήθεια μας είναι αυτά που ζούμε στο πετσί μας. Η περιπέτεια της ζωής μας είναι συναρπαστική. Μην τη μαυρίζουμε με τις κακίες μας. Τιμώ τους πρώην φίλους μου, διότι σε διαφορετική περίπτωση δείχνω τουλάχιστον κακός άνθρωπος.
Υστερόγραφο:
Μηδένα προ του τέλους μακάριζε = Μη θεωρείς κανέναν ζωντανό ευτυχισμένο. Δεν ξέρεις τι ακόμα θα ζήσει ως το τέλος της ζωής του. Μην υπερηφανεύεσαι για ό,τι έχεις ζήσει ως τα τώρα. Ίσως αύριο τα πράγματα να πάνε πάρα πολύ άσχημα. Κι αυτό ισχύει για όλους μας. Δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει η μοίρα. Δεν είμαστε θεοί, είμαστε άνθρωποι, θνητοί κι ανόητοι και πεπερασμένοι. Κι αυτό ισχύει και για μένα που γράφω εδώ την κουταμάρα μου.
Δημήτρη, δεν τα έγραψα για σένα φίλε. Αναγνωρίζω την καλή σου πρόθεση. Ο μύθος είναι πράγματι χρήσιμος για τη ζωή μας. Σε ρωτώ παρ' όλ' αυτά: Όταν λέμε ή γράφουμε ή διαβάζουμε κάτι, εννοούμε όλοι το ίδιο πράγμα;
Σε ρωτώ, διότι δεν έχω την πολυτέλεια να μιλήσουμε οι δυο μας σε πμ.
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Κράνιος
- Αποσυνδεμένος
- Αρχαίος
- Δημοσιεύσεις: 1592
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 1151
Κράνιος έγραψε: Το πηγάδι του παππού Μιχάλη
Αυτός είναι ο άλλος μου παππούς. Ο πατέρας της μάνας μου. Ζούσε σε άλλο χωριό, αρκετά μακριά και λίγο τον γνώρισα. Ήταν σχετικά φτωχός, κι είχε μεγάλη φαμελιά να θρέψει. Ήταν όμως πολυμήχανος. Αυτό που ήξερε πολύ καλά να κάνει ήταν οι ξύλινες κατασκευές. Όχι πως ήταν ξυλουργός. Απλά πράγματα. Σκάφες για πλύσιμο στο χέρι, κρεβατάκια για μωράκια, μαγγούρες, πλάστες, τραπέζια, σοφράδες, ξύλινες θήκες για καρβέλια ψωμιού, βαρέλες, κρασοβάρελα κτλ. Ήταν ευχάριστος άνθρωπος, αγαπητός, ψάλτης και δεινός τραγουδιστής δημοτικών τραγουδιών, και φίλος με όλους τους συγχωριανούς του.
Ο παππούς αυτός, κοντά στο χωριό, είχε ένα μικρό και σχετικά κατηφορικό χωραφάκι ξερικό. Αφού παρατήρησε ότι στο χωράφι του φύτρωναν κάποια αγκάθια που τα λένε νεράγκαθα, αποφάσισε να σκάψει με τα χέρια του ένα πηγάδι για να βρει νερό. Πήγε λοιπόν κι έσκαψε στο κάτω μέρος του χωραφιού, στην κολαριά όπως τη λένε στα χωριά μας, δέκα εκατοστά, κι ύστερα σταμάτησε. Πήγε στο πάνω μέρος του χωραφιού κι άρχισε να σκάβει επίμονα.
Οι συγχωριανοί του που τον έβλεπαν τον ρώτησαν τι κάνει εκεί. Τους λέει αυτό κι αυτό. Άρχισαν όλοι να τον περιγελούν. Είσαι τρελός για δέσιμο Μιχάλη. Βαριέσαι να πας να δουλέψεις και χαζεύεις. Αυτό δεν είναι δουλειά που κάνεις. Και πού θα βρεις νερό, μες τη ράχη του χωραφιού; Στην κολαριά έπρεπε να σκάψεις! Χα χα χα χα.... Όμως αυτός εκεί!
Το μάθατε; Ο Μιχάλης σκάβει στο νεράγκαθο να βρει νερό! Τι λέτε ρε; Δεν υπάρχει νερό εκεί. Του σάλεψε! Κρίμα, κι έχει τόσα παιδιά. Και πού σκάβει; Στο πάνω μέρος; Σας τόλεγα ότι είναι μουρλός ο άνθρωπος! Ποτέ δεν ήταν και καλά! Όλο φιλοσοφίες σκέφτεται. Ρε, μην ψάχνει για κανένα θησαυρό; !
Τότε κι ο παππούς τους είπε κάτι που να το βουλώσουν! Τους είπε: Σκέφτηκα να σκάψω για να βρω νερό στο κάτω μέρος του χωραφιού, καλώς ή κακώς. Ε, γι αυτό δέχομαι όποια κριτική κι αν μου κάνετε! Πήγα λοιπόν τη Δευτέρα κι άρχισα να σκάβω. Όταν με πήρε ο ήλιος κολάτσισα, ήπια και λίγο κρασάκι, κι έγειρα λίγο. Με πήρε ο ύπνος. Βλέπω λοιπόν στον ύπνο μου τον Αϊ Νικόλα, ολόιδιο όπως στο εικόνισμα στην εκκλησία, όρθιο δίπλα μου να με κοιτάει. Κρατούσε μια μαγκούρα και με σκουντάει. Εγώ τρόμαξα! Μου λέει «Πού σκάβεις Μιχάλη; Εδώ που σκάβεις δεν έχει νερό. Έλα κοντά να σου δείξω πού να σκάψεις να βρεις νερό». Σηκώθηκα λέει, τον ακολούθησα και πήγε εκεί που σκάβω τώρα. «Εδώ έχει νερό Μιχάλη», και χτύπησε με τη μαγκούρα του! . Ξύπνησα κι έκανα το σταυρό μου! Είπα, τι όνειρο ήταν αυτό;! Είπα, άγιε μου Νικόλα θα κάνω ό,τι μου λες! Καταλάβατε τώρα τι κάνω; Κοιτάτε καλύτερα τη δουλειά σας! Εγώ κάνω ό,τι μου είπε ο άγιος. Εκτός κι αν εσείς δεν έχετε ιερό και όσιο.
Ο παππούς έσκαψε, βρήκε νερό, έχτισε πηγάδι μεγάλο. Αντλία δεν υπήρχε. Έφτιαξε μόνος του ένα μηχανισμό σαν το μύλο στο λούνα πάρκ, με κουβάδες, και, με το μουλάρι του που ερχότανε γύρω γύρω, ανέβαζε το νερό. Ήταν ένας περίπλοκος μηχανισμός με γρανάζια, άξονες περιστροφής κτλ , όλα ξύλινα. Προτίμησε το ξύλο, επειδή ο ίδιος κάτεχε την τέχνη και είχε και τα εργαλεία. Δε χρησιμοποίησε σίδερο, επειδή έπρεπε να πληρώσει σιδερά, αλλά κι επειδή ... το σίδερο σκουριάζει! Το ξύλο δε σαπίζει; Όχι, έλεγε ο παππούς! Το σωστό ξύλο μένει αθάνατο.
Όλο το σύστημα το έκανε ξύλινο. Τότε άρχισαν να λένε ότι θα σαπίσει σ’ ένα χρόνο! Όμως αυτός γελούσε τώρα! Ήταν γνώστης των ξύλων. Ο κέδρος που είναι κομμένος σε φεγγάρι δε σαπίζει ποτέ. Δε σάπισε κι η δουλειά του πήγαινε μια χαρά. ! Έκανε το μικρό του χωράφι ποτιστικό.
Είκοσι χρόνια δούλεψε το βαβυλωνιακού τύπου πηγάδι του παππού. Τα ξύλα του έμοιαζαν αθάνατα. Κι ένα βράδυ, στα χρόνια της καταραμένης γερμανικής κατοχής, κάποιος ανεπρόκοβος απ’ αυτούς που λέγαμε πριν (που τον περιγελούσαν) πήγε με το τσεκούρι του και του τόκανε κομμάτια! Ο παππούς δεν βρήκε το κουράγιο να το ξαναφτιάξει. Κι αν τόκανε θα του το άφηναν;
Η μάνα μας έχει διηγηθεί την ιστορία. Θυμάται το πηγάδι τους με μεγάλη περηφάνια. Πιστεύει ότι πράγματι ο πατέρας της είδε τον Αϊ Νικόλα. Εμάς δε μας πέφτει λόγος. Δύο ώρες χρειάζονταν για να ποτίσουν όλο το χωράφι, περίπου δύο στρέμματα. Έβαζαν περιβόλι όλες τις εποχές του χρόνου. Το καλοκαίρι όμως ήταν το νερό που έδινε ζωή στο χωράφι τους. Έτρωγε η οικογένειά τους, έτρωγε κι όλο το χωριό. Δεν εμπορεύονταν τίποτα.
Κάποια φορά, σ’ ένα βιβλίο είδα ένα σχέδιο που έδειχνε έναν τέτοιο μηχανισμό άντλησης νερού από πηγάδι. Έδειχνε και πώς ακριβώς λειτουργούσε, πώς γύριζαν τα ζώα και πώς ανέβαιναν οι ξύλινοι σταθεροί κουβάδες. Έγραφε ότι είναι ένας μηχανισμός που τον χρησιμοποιούσαν οι βαβυλώνιοι. Ήταν σε βιβλιοθήκη και δεν υπήρχαν τότε φωτοτυπικά μηχανήματα. Εγώ τα έχω κρατήσει στο μυαλό μου. Ο παππούς κάπου το είχε δει, σε βιβλίο ή πραγματικό. Ή του το είχε περιγράψει κάποιος.
ΥΓ.Την ιστορία την είχα γράψει στο word. Δεν την είχα δημοσιεύσει διότι έψαχνα να βρω μια εικόνα τέτοιου μηχανισμού στο ίντερνετ. Αν τη βρει κάποιος ας τη δημοσιεύσει. Προς το παρόν δίνω την ιστορία χωρίς εινονογράφηση.
Καλημέρα σε όλους. Πάντα μαζί σας.Ανδρέας.
Παππού Μιχάλη, σ' όλους έδωσες να φάνε από το περιβόλι σου. Αλλά το μηχανισμό στο πηγάδι σου τον κατέστρεψαν. Δες κι εσύ σήμερα τι γίνεται στην μικρή κοινότητα εδώ. Κοίτα δίπλα στο κάρμα μου. Οι συγχωριανοί μου λένε ευχαριστώ, ακριβώς όπως και σε σένα. Αυτή την ιστορία δεν έχω σε ποιους πια να την πω.
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- ΣΤΑΥΡΟΣ
- Συντάκτης θέματος
- Αποσυνδεμένος
- Ο χρήστης είναι μπλοκαρισμένος
- Δημοσιεύσεις: 369
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 565
Το να βρεθεί όμως κάποιος σε δύσκολη θέση δεν είναι απίθανο και οι λόγοι μπορεί να είναι σχεδόν......απίστευτοι !!
Άντε τώρα να εξηγήσεις σε έναν γέρο άνθρωπο ας πούμε, τι είναι το διαδίκτυο. Για δοκίμασε και θα δεις ότι δεν είναι καθόλου εύκολο…..
Μια ιστορία θα σας πω για ένα θείο που χω εγώ.
Ζει και βασιλεύει -καλή του ώρα- κάπου εκεί στα βουνά της Κρήτης 8 μήνες το χρόνο. Το χιούμορ του αστείρευτο και οι γνώσεις του πολλές παρότι είναι βοσκός μα πιο πολύ η περιέργεια του να μαθαίνει. Όποτε βρίσκομαι μαζί του όλο με ρωτά, ότι βάλει ο νους του.
Αν και έχουνε περάσει τόσα χρόνια, κάθε καλοκαίρι τόχω τάμα σαν τους χριστιανούς που πάνε στο Άγιο Όρος τουλάχιστον μια φορά τον χρόνο, να πηγαίνω πάνω στο βουνό όπου περνάμε παρέα όλη τη μέρα ακριβώς όπως παλιά.
Μετά το μεσημεριανό λιτό φαγητό καθόμαστε κάτω από ένα θεόρατο πουρνάρι (πρίνο όπως λέγεται στην Κρήτη). Περιττό βέβαια να πω ότι εκεί από κάτω έχουμε κάνει τις καλύτερες συζητήσεις.
Πάνω σε μια συζήτηση λοιπόν, καθώς ο μπάρμπας ετοιμαζότανε να ανάψει ένα τσιγάρο γυρίζει και μου λέει :
-Να σου πω μωρέ ανηψέ, ετούτο το νέο φρούτο, που όλο μου λένε το ογγόνια μου το…..πως το λένε να δεις το ξεχνώ, το….. ντερνετ, ηντα διαόλου πράμα είναι ;;
-Ποιο λές μπάρμπα, το ιντερνετ ;; του λέω
Αυτό, αυτό !! , μου απαντά.
Χμμμ…. τώρα σε θέλω…., είπα μέσα μου.
Πώς να του το εξηγήσω όσο ποιο απλά γίνεται, αφού το μοναδικά ηλεκτρονικά μέσα που γνωρίζει είναι μια μικρή τηλεόραση στο χωριό η οποία έτσι κι αλλιώς είναι κλειστή τον πιο πολύ καιρό, και ένα παμπάλαιο τραντζιστοράκι, που τόχει παρέα εκεί πάνω στο βουνό –πολλές φορές μάλιστα δίπλα στο μαντρί !!! - για να ακούει ειδήσεις και κρητικά τραγούδια μόνο.
-Ένα μηχάνημα είναι σαν μια μικρή τηλεόραση ας πούμε, που κάνει πάρα πολλά πράγματα, αλλά ‘’διαδίκτυο’’ το λένε στα ελληνικά.
-Σαν ηντα πράματα κάνει;; μου απαντά
-Μπορείς να διαβάζεις τα νέα , να ακούς τραγούδια, να γράφεις, να ψάχνεις βιβλία, να παραγγέλνεις ότι πράγμα θές να αγοράσεις, ή να κουβεντιάζεις με άλλους ανθρώπους σε όλο τον κόσμο. Και όλα αυτά από το σπίτι σου μπροστά σε μια οθόνη, όπως ακριβώς κάθεσαι σε μια τηλεόραση.
Ο μπάρμπας με κοιτούσε με δυσπιστία.
-Όλα αυτά ;; Βοηθά και στο άρμεγμα ;; συνεχίζει με το αστείρευτο του χιούμορ.
Σαν πολλά δεν είναι για να τα κάνει ένα μηχάνημα μοναχό του ;;
-Κι όμως τα κάνει, όσο και να σου φαίνεται παράξενο, του λέω.
Δεν φαίνεται να πείστηκε ιδιαίτερα ο μπάρμπας.
-Είπες πως μπορείς και να κουβεντιάζεις;; Δηλαδή όπως το τηλέφωνο ;;
-Ας πούμε όπως το τηλέφωνο…
-Καλά και πως μιλείς ;;
-Δε μιλείς, γράφεις μόνο τα γράμματα πατώντας κάτι κουμπιά.
-Και δε μου λες, ηντα κουβεδιάζεις ;; με ρωτά.
-Για πολλά, ότι σου κατεβεί στο μυαλό, ακόμη και αστεία μπορείς να λες και να γελούνε οι άλλοι.
-Δηλαδή γελάς άμα λένε κανένα αστείο ;;
-Όχι μόνο γελάς, ξεκαρδίζεσαι κιόλας.
Αμίλητος ο μπάρμπας, σκεφτικός.
-Για κάτσε μωρέ παιδί μου, να το καταλάβω. Στην τηλεόραση γελάς με αυτά που δείχνουνε μα δεν μπορείς να μιλήσεις να σε ακούσουνε, αλλά να μου λες πως γελούνε κι οι άλλοι με σένα ;; Κι αμα πούνε οι άλλοι καμιά κουβέντα και παραξηγηθείς ηντα γίνεται ;; Νευριάζεις κιόλας;;
-Εεε, άμα προκύψει να νευριάσουμε μπορεί και να μαλώσουμε, αλλά όλα αυτά βέβαια πατώντας τα κουμπιά μόνο, μη φανταστείς οτι φωνάζουμε στ’ αλήθεια.
Κάγκελο ο μπάρμπας !!
Παίρνει το πακέτο τα τσιγάρα, ξανανανάβει ένα άφιλτρο κι ύστερα γυρίζει και μου λέει:
-Άμα δηλαδή εγώ θέλω να κατεβάσω τίποτα καντήλια, πατώ τα κουμπιά κι αυτό είναι όλο;;
-Μόνο έτσι, δεν υπάρχει άλλος τρόπος, του απαντώ.
Τραβά δυο ρουφηξιές, κάνει παύση μερικά δευτερόλεπτα κι υστέρα ξεσπά σε γέλια !!!
-Τέτοια μηχανήματα να μου λείπουνε ανήψο, γιατί εμένα άμα με πιάσουνε τα διαόλια μου θα γυρίσω τη μαγκούρα και δεν θα κατέχω σε ποιανού την κεφαλή δα χτυπώ !!! Δεν με γνειάζει πράμα άλλο, μόνο λυπούμαι το μηχάνημα που θα γενεί χίλια κομμάτια !!!
Κι η θειά μου που ήκουε πιο πέρα αμίλητη με το πλεχτό στα χέρια, σταυροκοπιότανε με απορία μεγάλη στο βλέμμα…..
**Πρωτίστως για τους συμπατριώτες μου Κρητικούς και όχι μόνο, ειδικά τους βουνίσιους !!
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- zaxarias
- Αποσυνδεμένος
- Ο χρήστης είναι μπλοκαρισμένος
- Δημοσιεύσεις: 207
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 173
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- manosdet
- Αποσυνδεμένος
- Ο χρήστης είναι μπλοκαρισμένος
- Δημοσιεύσεις: 932
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 3
Οι νέοι ξαφνιάστηκαν! Αλλά ο αυτοκράτορας συνέχισε. "Θα δώσω σήμερα στον καθένα σας ένα σπόρο, έναν πολύ ειδικό σπόρο. Θέλω να τον φυτέψετε, να τον ποτίζετε και να ξαναρθείτε εδώ μετά ένα χρόνο από σήμερα με ό,τι έχει φυτρώσει απ' αυτόν τον ένα σπόρο. Εγώ θα κρίνω τότε τα φυτά που θα φέρετε κι αυτός, το φυτό του οποίου θα διαλέξω, θα είναι ο επόμενος αυτοκράτορας!"
Ένα αγόρι που λεγόταν Λίνγκ, ήταν εκεί εκείνη την ημέρα και όπως όλοι οι άλλοι, πήρε κι αυτός ένα σπόρο. Πήγε σπίτι του και γεμάτος ενθουσιασμό διηγήθηκε στη μητέρα του τι συνέβη. Η μητέρα του τον βοήθησε να βρει μια γλάστρα και χώμα κι αυτός φύτεψε το σπόρο και τον πότισε προσεχτικά. Του άρεσε να τον ποτίζει κάθε μέρα και να παρακολουθεί να δει αν είχε φυτρώσει.
Υστερα από τρεις εβδομάδες περίπου, μερικοί από τους άλλους νέους, άρχισαν να μιλούν για τους σπόρους τους και για τα φυτά που άρχισαν να μεγαλώνουν.
Ο Λίνγκ συνέχισε να παρακολουθεί το σπόρο του, αλλά τίποτα δεν φύτρωσε ποτέ. Πέρασαν τρεις εβδομάδες, τέσσερις εβδομάδες, πέντε εβδομάδες κι ακόμα τίποτα. Τώρα όλοι οι άλλοι μιλούσαν με ενθουσιασμό για τα φυτά τους, ο Λίνγκ όμως δεν είχε φυτό και αισθανόταν αποτυχημένος.
Πέρασαν έξι μήνες κι ακόμα δεν φύτρωσε τίποτα στη γλάστρα του Λίνγκ. Άρχισε να πιστεύει ότι είχε σκοτώσει το σπόρο του. Όλοι οι άλλοι είχαν δέντρα και ψηλά φυτά, αυτός όμως τίποτα. Όμως ο Λίνγκ δεν έλεγε τίποτα στους φίλους του. Απλά περίμενε να φυτρώσει ο σπόρος του.
Τελικά πέρασε ένας χρόνος και όλοι οι νέοι του βασιλείου έφεραν τα φυτά τους στον αυτοκράτορα για επιθεώρηση. Ο Λίνγκ είπε στη μητέρα του ότι δεν θα πήγαινε μια άδεια γλάστρα, αλλά αυτή τον συμβούλεψε να πάει. Και επειδή ήταν τίμιος με ό,τι συνέβη και παρ' όλο που αισθανόταν αδιαθεσία στο στομάχι, παραδέχτηκε ότι η μητέρα του είχε δίκιο. Πήγε λοιπόν την άδεια γλάστρα του στο παλάτι. Όταν έφτασε εκεί ο Λίνγκ έμεινε κατάπληκτος από την ποικιλία των φυτών που καλλιέργησαν οι άλλοι νέοι. Ήταν όμορφα σε όλα τα σχήματα και μεγέθη. Ο Λίνγκ ακούμπησε την άδεια γλάστρα του στο πάτωμα και πολλοί από τους άλλους άρχισαν να τον περιγελούν. Μερικοί τον λυπήθηκαν και του είπαν. "Δεν πειράζει, προσπάθησες για το καλύτερο".
Όταν έφτασε ο αυτοκράτορας, εξέτασε την αίθουσα και χαιρέτησε τους νέους. Ο Λίνγκ προσπάθησε να κρυφτεί στο πίσω μέρος της αίθουσας. "Τι μεγάλα φυτά, δέντρα και λουλούδια καλλιεργήσατε", είπε ο αυτοκράτορας. "Σήμερα ένας από σας θα εκλεγεί σαν ο επόμενος αυτοκράτορας"!. Ξαφνικά διέκρινε το Λίνγκ με την άδεια του γλάστρα, στο πίσω μέρος της αίθουσας. Διέταξε αμέσως τους φρουρούς του να τον φέρουν μπροστά του. Ο Λίνγκ ήταν κατατρομαγμένος. "Ο αυτοκράτορας γνωρίζει ότι είμαι αποτυχημένος", είπε. "Ίσως θα πρέπει να με σκοτώσει".
Όταν ο Λίνγκ ήλθε μπροστά ο αυτοκράτορας τον ρώτησε πώς λέγεται. "Λέγομαι Λίνγκ" απάντησε. Οι υπόλοιποι άρχισαν να γελούν και να τον κοροϊδεύουν. Ο αυτοκράτορας ζήτησε να ηρεμήσουν όλοι. Κοίταξε τον Λίνγκ και κατόπιν ανάγγειλε στο πλήθος, "Ιδού ο νέος σας αυτοκράτορας! Το όνομά του είναι Λίνγκ"!. Ο Λίνγκ δεν μπόρεσε να το πιστέψει. Δεν μπόρεσε ούτε το σπόρο του να κάνει να φυτρώσει! Πώς θα μπορούσε να γίνει ο νέος αυτοκράτορας;
Τότε ο αυτοκράτορας είπε, "Πριν ένα χρόνο, σαν σήμερα, έδωσα στον καθένα από σας εδώ ένα σπόρο. Σας είπα να πάρετε το σπόρο, να τον φυτέψετε, να τον ποτίσετε και να μου τον φέρετε πίσω σήμερα. Η αλήθεια είναι ότι έδωσα σε όλους σας βρασμένους σπόρους, που δεν θα φύτρωναν. Όλοι σας, εκτός από τον Λίνγκ, μου έχετε φέρει δέντρα και φυτά και λουλούδια. Όταν ανακαλύψατε ότι οι σπόροι δεν θα βλάσταιναν, αντικαταστήσατε το σπόρο που σας έδωσα μ' έναν άλλο. Ο Λίνγκ ήταν ο μόνος που είχε το θάρρος και την εντιμότητα να μου φέρει μια γλάστρα που είχε μέσα το δικό μου σπόρο. Γι' αυτό είναι αυτός που θα γίνει ο νέος αυτοκράτορας!.
Αν σπείρεις εντιμότητα, θα θερίσεις εμπιστοσύνη.
Αν σπείρεις καλοσύνη, θα θερίσεις φίλους.
Αν σπείρεις ταπεινοφροσύνη, θα θερίσεις μεγαλείο.
Αν σπείρεις επιμονή, θα θερίσεις νίκη.
Αν σπείρεις στοχασμό, θα θερίσεις αρμονία.
Αν σπείρεις σκληρή δουλειά, θα θερίσεις επιτυχία.
Αν σπείρεις συγχώρηση, θα θερίσεις συμφιλίωση.
Αν σπείρεις ειλικρίνεια, θα θερίσεις καλές σχέσεις.
Αν σπείρεις υπομονή, θα θερίσεις βελτίωση.
Αν σπείρεις πίστη, θα θερίσεις θαύματα.
Αν σπείρεις ανεντιμότητα, θα θερίσεις δυσπιστία.
Αν σπείρεις εγωισμό, θα θερίσεις μοναξιά.
Αν σπείρεις περηφάνια, θα θερίσεις καταστροφή.
Αν σπείρεις ζήλια, θα θερίσεις ταλαιπωρία.
Αν σπείρεις οκνηρία, θα θερίσεις στασιμότητα.
Αν σπείρεις πικρία, θα θερίσεις απομόνωση.
Αν σπείρεις πλεονεξία, θα θερίσεις απώλεια.
Αν σπείρεις κακολογία, θα θερίσεις εχθρούς.
Αν σπείρεις στενοχώριες, θα θερίσεις ρυτίδες.
Αν σπείρεις αμαρτίες, θα θερίσεις ενοχές.
Πρόσεχε, λοιπόν, τι σπέρνεις τώρα. Αυτό θα καθορίσει τι θα θερίσεις αύριο.
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- κατερινα γεω
- Αποσυνδεμένος
- Πολύ Παλιός
- Δημοσιεύσεις: 197
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 259
Ημερομηνία:
Τρί, 2013-04-09 23:15
Εκεί που η κρίση, με το κλίμα απαισιοδοξίας κι απογοήτευσης που δημιουργεί, πάει να μας πάρει από κάτω, συμβαίνει κάτι μαγικό κι αναπτερώνεται το ηθικό μας.
Ένας νέος αγρότης είχε σπείρει λάχανα, αλλά αυτά βγήκαν όψιμα και δεν τον συνέφερε να βάλει εργατικά χέρια για να τα μαζέψει και να τα πουλήσει στην τρέχουσα τιμή, που θα είναι κάτω από το κόστος τους.
Σκεφτόταν λοιπόν, να μπει με το τρακτέρ του στον λαχανόκηπο για να τον χαλάσει, και να προετοιμάσει το χωράφι για τη νέα καλλιεργητική περίοδο.
Τότε του ήρθε μια ιδέα, ώστε να μην αφήσει ο κόπος του να πάει χαμένος:
Αφού δεν μπορούσε να πουλήσει τη σοδειά του, θα μπορούσε τουλάχιστον να την χαρίσει στους άπορους συμπολίτες μας, που πλήττονται βάναυσα από την κρίση.
Ήρθε σε επαφή, λοιπόν, με τους Ενεργούς Πολίτες Λάρισας της περιοχής και πρότεινε να τον βοηθήσουν να μαζέψει τη σοδειά του, ώστε να δοθεί στις άπορες οικογένειες και τα κοινωφελή ιδρύματα της Λάρισας.
Πώς περιγράφουν οι ίδιοι την εμπειρία τους:
Η ανταπόκρισή μας, ήταν άμεση κι ενθουσιώδης! Οι συμμετοχές στη δράση του μαζέματος των λάχανων, ήταν αθρόα! Επιστρατεύσαμε το φορτηγό ενός Ενεργού Πολίτη και το Σάββατο το πρωί, ένα κομβόι από επιβατικά αυτοκίνητα με το φορτηγό στην αρχή του, κατευθύνονταν για τον Κυπάρισσο, ένα όμορφο χωριουδάκι σκαρφαλωμένο πάνω σε χωμάτινες ραχούλες, με αγνάντι στον καταπράσινο αυτή την εποχή, θεσσαλικό κάμπο!
Καθώς περνούσαμε μέσα από τα χωριά του κάμπου, Μεσοράχη, Άγιοι Ανάργυροι, Άγιος Γεώργιος, οι κάτοικοι κοιτούσαν παραξενεμένοι την μακριά αυτοκινητοπομπή, που έμοιαζε με τους παραδοσιακούς γάμους, όπου τα μπρατίμια του γαμπρού, πάνε με φορτηγό να παραλάβουν τα προικιά της νύφης! Μόνο τα λευκά μαντίλια από τους καθρέφτες και τα θριαμβευτικά κορναρίσματα, έλειπαν!
Φτάσαμε επιτέλους στον Κυπάρισσο, όπου μας περίμενε στην πλατεία του χωριού ο φίλος μας ο αγρότης, για να μας οδηγήσει στο χωράφι με τα λάχανα.
Όταν φτάσαμε και κατεβήκαμε από τα αυτοκίνητά μας, στο βλέμμα του διακρίναμε μια αμφιβολία, που όμως από ευγένεια δεν εκφράστηκε ποτέ, γιατί είδε τους εθελοντές να απαρτίζονται από αρκετές ντελικάτες στην όψη κυρίες της πόλης, που ίσως να μην είχαν ξαναπάει σε χωράφι ποτέ, από ανθρώπους μια κάποιας ηλικίας, που ίσως δεν θα άντεχαν σε σκληρή δουλειά κάτω από τον λαμπερό ανοιξιάτικο ήλιο, αλλά και οι άντρες της παρέας έδειχναν να είναι άνθρωποι της πόλης και αμάθητοι από αγροτικές δουλειές.
Αυτή η αμφιβολία όμως γρήγορα μετατράπηκε σε κατάπληξη, καθώς είδε με τι σβελτάδα, τι όρεξη και προπαντός τι κέφι, ριχτήκαμε στη δουλειά! Ο συντονισμός μας ήταν αξιοθαύμαστος, καθώς κάποιοι ανέλαβαν με τα μαχαίρια να κόβουν τα λάχανα, κάποιοι άλλοι να σχηματίζουν ανθρώπινες αλυσίδες για να τα προωθήσουν ως το φορτηγό και κάποιοι τρίτοι να τα φορτώνουν! Μια καλοκουρδισμένη ανθρώπινη μηχανή, που λειτουργούσε ρολόι! Και το σημαντικότερο, δεν έλειπαν τα αστεία και τα πειράγματα, που γέμιζαν τον κάμπο με γέλια και χαχανητά, που έσπαζαν το μονότονο θρόισμα του ανέμου, πάνω στα καταπράσινα, ακόμη, σπαρτά.
Για πότε τελειώσαμε το χωράφι και γεμίσαμε με λάχανα το φορτηγό, κανείς μας δεν το κατάλαβε!
Ύστερα σταματήσαμε στο χωριό, για να ξαποστάσουμε και να πιούμε κάτι για να δροσιστούμε.
Ήτανε η σειρά μας να νιώσουμε διαδοχικές ευχάριστες εκπλήξεις!
Μας περίμενε ο κοινοτάρχης του χωριού, όπου είχε ετοιμάσει ένα τραπέζι στο καφενείο, για να πιούμε ένα τσιπουράκι ή μια μπύρα, για το καλωσόρισες!
Μας σύστησε και με κάποιους άλλους αγρότες, που προσφέρθηκαν να μας δώσουν τσουβάλια με φακές από τη σοδειά τους, για να τα δώσουμε με τη σειρά μας στους ανήμπορους συμπολίτες μας!
Όση ώρα καθίσαμε στο καφενείο και πίναμε και συζητούσαμε με τους ανθρώπους του χωριού, ανταλλάσσοντας ιδέες και απόψεις για κοινές δράσεις στο μέλλον, το νέο του ερχομού μας είχε κυκλοφορήσει από σπίτι σε σπίτι στο χωριό, και κάθε τόσο κατέφθαναν καλόκαρδοι άνθρωποι, που θέλανε να προσφέρουν ότι είχε ο καθένας για να ενισχύσουν τη δράση μας! Άλλος έφερε αυγά, άλλος κρασί, άλλος χειροποίητο τραχανά, μέχρι και υφαντά χαλιά μας φέρανε για να τα δώσουμε σε φτωχές οικογένειες! Όλες οι προσφορές ήταν πολύ συγκινητικές, και δείχνουν την ανθρωπιά που κρύβει ο λαός μας μέσα του, και που δεν αλλοιώθηκε από την υποχθόνια προσπάθεια αλλοτρίωσης της συνείδησής του, στην οποία υποβάλλεται ύπουλα, εδώ και πολλά χρόνια!
Φύγαμε με το φορτηγό γεμάτο τρόφιμα και αγάπη των κατοίκων του Κυπάρισσου, αλλά και τις καρδιές μας ξέχειλες από ικανοποίηση, για την ανθρώπινη ζεστασιά, τη φιλοξενία και την μεγαλόκαρδη γενναιοδωρία αυτών των ανθρώπων, που στέλνουν ένα ισχυρό, αισιόδοξο μήνυμα, μέσα στην καταιγίδα της απαισιοδοξίας με την οποία προσπαθούν κάποιοι άλλοι, να φορτώσουν τις ψυχές μας!
Είθε να έχει και συνέχεια αυτή μας η συνεργασία, όπως αμοιβαία υποσχεθήκαμε, αλλά και να αποτελέσει παράδειγμα και για άλλα χωριά, ώστε να πράξουν αναλόγως! Τότε θα είμαστε πανίσχυροι και δεν θα έχουμε να φοβηθούμε κανέναν κακόβουλο που θέλει να καταδυναστεύσει τις ζωές μας και την πατρίδα μας! www.agrotikabook.gr/%CE%BD%CE%AD%CE%B1-%...81%CE%BF%CF%85%CF%82
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- Ki_pouros
- Αποσυνδεμένος
- Παλιός
- Δημοσιεύσεις: 159
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 171
- Μα δεν είπατε κατά τη σκηνή του ατυχήματος «Καλά είμαι»;
Ο Γιάννης απάντησε:
- Λοιπόν, θα σας πω τι έγινε. Μόλις είχα φορτώσει το αγαπημένο μου γαϊδούρι, το Μήτσο, μέσα στο.
- Δεν σας ρώτησα για λεπτομέρειες, ο δικηγόρος διέκοψε, απλά απαντήστε την ερώτηση: Δεν είπατε μετά το ατύχημα «Καλά είμαι»;
Ο Γιάννης είπε:
- Λοιπόν, μόλις είχα φορτώσει τον Μήτσο στο αγροτικό μου και οδηγούσα στο δρόμο.
Ο δικηγόρος διέκοψε και πάλι και είπε:
- Κύριε δικαστή, προσπαθώ να επιβεβαιώσω το γεγονός ότι μετά το ατύχημα, αυτός ο άνθρωπος είπε στον αστυνομικό που κατέφτασε ότι ήταν καλά. Τώρα μερικές εβδομάδες μετά καταγγέλλει τον πελάτη μου. Πιστεύω ότι είναι απατεώνας. Παρακαλώ πείτε του απλά να απαντήσει στην ερώτηση.
Ο δικαστής όμως ενδιαφερόταν πολύ για την ιστορία που ο αγρότης έλεγε και έτσι είπε στο δικηγόρο:
- Θα με ενδιέφερε να ακούσω τι έχει να πει ο Γιάννης για τον Μήτσο. Ο Γιάννης ευχαρίστησε τον δικαστή και συνέχισε:
- Λοιπόν, όπως έλεγα, μόλις είχα φορτώσει τον Μήτσο στο αγροτικό μου και οδηγούσα στο δρόμο προς την πόλη, όταν ένα τεράστιο φορτηγό της εταιρείας αυτής παραβίασε το σήμα STOP που είχε και τράκαρε το αγροτικό μου. Εκτοξεύτηκα στη μία άκρη του δρόμου και ο Μήτσος στην άλλη. Είχα τραυματιστεί πολύ άσχημα και δεν μπορούσα να κουνηθώ. Παρόλα αυτά, άκουγα τον Μήτσο να γκαρίζει και να ουρλιάζει από πόνο και αυτός. Ήξερα ότι ήταν και αυτός σε πολύ άσχημη κατάσταση από τις φωνές του και μόνο. Λίγο μετά το ατύχημα ένας αστυνομικός ήρθε. Άκουγε τα γκαρίσματα του Μήτσου και πήγε έτσι πρώτα σε αυτόν. Αφού τον κοίταξε, έβγαλε το όπλο του και τον πυροβόλησε ανάμεσα στα μάτια του. Μετά, ο αστυνομικός πέρασε απέναντι το δρόμο με το όπλο του στο χέρι και με κοίταξε.
Είπε : «Το γαϊδούρι σας ήταν σε τόσο άσχημη κατάσταση που έπρεπε να το πυροβολήσω. Εσείς πώς αισθάνεστε;»
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.
- kristi1
- Αποσυνδεμένος
- Πολύ Παλιός
- Δημοσιεύσεις: 280
- Ληφθείσες Ευχαριστίες 168
Θέλω να πιστεύω, πως όχι
[size=4]Η τιμή της Αννας[/size].
Το παρακάτω θέμα είναι μια αληθινή ιστορία.
Θα μου συγχωρέσετε το ότι επέλεξα να αφήσω το "αθυρόστομο" ύφος του κειμενογράφου.... αλλά ίσως είναι ο καταλληλότερος τρόπος για να περιγράψει το συγκεκριμένο περιστατικό....
Αστυνομικό Τμήμα Ομονοιας
Η ιστορια ειναι πραγματικη. Μου την αφηγηθηκε πελατισσα μου, μπατσινα που υπηρετει στο Α/Τ Ομονοιας.
Δευτερα βραδυ λεει η μπατσινα, ειχανε μαζεψει καμια δεκαρια πουτανες εξω απο ενα ξενοδοχειο της οδου Μενανδρου. Αναμεσα τους και την Αννα.
Την πεταξανε σ΄ενα κελι, μαζι με τις αλλες. Η ωρα 11:00.
Σε μιση ωριτσα πλακωσανε οι δικηγοροι. Μια - μια οι αλλοδαπες την εκαναν. Πληρωνανε οι νταβατζηδες τους.
Ξεμεινε η Αννα.
- Ο δικος σου ο δικηγορος?
- Δεν εχω δικηγορο...
Οι μπατσοι κατι μυριστηκαν. Εχουνε δει πολλα τα ματια τους. Την πηρανε την Αννα, την πηγανε στον αξιωματικο υπηρεσιας.
- Απο που ξεφυτρωσες εσυ?
Η Αννα κατι πηγε να ψελισει αλλα δεν της εβγαινε ηχος. Μονο ενα δακρυ. Κι αυτο στεγνο...
Η μπατσινα μου, που εκοβε χαρτοσημα στο γραφειο, επηρρεαστηκε. Ενταξει. Δεν ειναι και το πιο συνηθισμενο να βλεπεις ελληνιδες και καλοβαλμενες κοπελες σαν την Αννα, να κανουνε πιατσα στη Μενανδρου. Ασε που εκτος της ταυτοτητας, ειχανε βρει στο τσαντακι της και κατι φωτογραφιες. Κι αναμεσα στις αλλες φωτογραφιες, ενα βρεφος ολιγων μηνων.
- Το μωρο ποιανης ειναι?
- Δικο μου
- Ποσω μηνων?
- Εξη
- Και που το εχεις τωρα?
- Το φυλαει ο αντρας μου
- Και ξερει ο αντρας σου που γυρνας?
- Οχι δεν το ξερει...
Βουβαμαρα. Οι μπατσοι αλληλοκοιταζοντουσαν. Ητανε κι η πελατισσα μου, που την ειχε πιασει το μητρικο. Μανουλα κι αυτη.
Σηκωνεται, φερνει στην Αννα λιγο καφε.
- Γιατι ρε κοπελα μου?
Ετσι ξερα, ενα "Γιατι". Και σαν τι αλλο να πεις?
Να πεις δηλαδη οτι η Αννα που ελιωσε βρακακια να σπουδασει Φιλοσοφικη Αθηνων κι εξον απο το ξευτιλισμενο το πτυχιο ειχε και ενα μεταπτυχιακο στην ιστορια της Τεχνης, δουλευε τωρα σε ενα πολυεθνικο σουπερ μαρκετ για 480 ευρω το μηνα? Κι επιπλεον την πιανουνε να καμεις πιατσα στα Χαυτεια? Στα κωλαδικα που πανε για να πηδηξουνε οι Πακιστανοι?
Πως να το πεις?
Γιατι αμα το πεις, ερχεται η σειρα του να ρωτησεις και για πιο λογο γινανε ολα αυτα? Και ποιος φταιει? Και μηπως φταις κι εσυ που γινανε ολα αυτα, οπως σκατα γινανε.
Και δεν το λες.
Λες μονον ενα ξερο "γιατι", που μεσα στη γυμνια του, εναι ντυμενο ολα τα θανασιμα ερωτηματα αυτου του κοσμου...
Γιατι? Γιατι ετσι...
Γιατι πολυ απλα, τα 480 ευροπουλα που της δινουνε της Αννας οι πολυεθνικοι υπεραρπαγες δεν φτανουν ουτε για το νοικι με τα κοινοχρηστα. Γιατι ο αντρας της το εκλεισε το μαγαζι του και δεν λογιζεται ουτε ως ανεργος, για να του πετανε τουλαχιστον ενα επιδομα. Γιατι αν δεν πληρωνε το χαρατσι αυτο τον μηνα θα της κοβανε και το ρευμα.
Και πανω απ 'ολα γιατι η Αννα εχει ενα βρεφος εξη μηνων.
Που ξυπναει τις νυχτες και σπαραζει στο κλαμα, αμα δεν του εχουνε ετοιμο το αποστειρωμενο μπιμπερο με το γαλα. Και τι γαλα? Οχι το γαλα που πουλανε στα περιπτερα. Το αλλο το γαλα. Που ειναι για τα μωρα. Το ακριβον. Το Αλμυρον...
Γιατι τα βρεφη δεν μπορουνε να φανε ροβιθια ή φακες που φερνει καθε μεσημερι ο αντρας της απο τα συσσιτια της εκκλησιας. Ουτε να καταλαβουνε οτι σ' αυτον τον κοσμο υπαρχουνε ανθρωποι που βγαζουν σε μια μερα τοσα ευροπουλα, οσα χρειαζεται μια οικογενεια για να ζησει ενα χρονο! Κι οτι αυτοι οι ιδιοι ανθρωποι, προκειμενου να βγαλουνε αλλα τοσα παραπανω [και τι να τα καμουνε γαμω την τρελα μου?] ειναι ικανοι να στειλουν στο θανατο χιλιαδες οικογενειες.
Οχι!
Τα βρεφη δεν τα καταλαβαινουνε αυτα.
Τα βρεφη διαθετουνε μονον τη σοφια της ζωης. Που λεει οτι καθε ανθρωπος που ερχεται σ αυτον τον κοσμο δικαιουται ενα μεριδιο στο φως, στην τροφη και στην ελπιδα...
Αυτο καταλαβαινουν τα βρεφη και αυτο ειναι που σε μαχαιρωνει στην καρδια, οποτε τ' ακους να σπαραζουνε στο κλαμα απο την πεινα.
Και το Αλμυρον εχει λεφτα.
Πως να το αγοραασει η Αννα, που δεν εβισκε στο πορτοφολι της παρα μισο σεντ και δυο φωτογραφιες?
Τις φωτογραφιες της ζωης της, που δεν αξιζε πια ουτε ενα κουτακι αλμυρον.
Τη μικρη συσκευασια...
Κι ετσι η Αννα πηρε το τσαντακι της και την εκαμε για την οδο Μενανδρου. Τριαντα ευροπουλα ο πελατης. Εικοσι παιρνεις για το μουνι σου και δεκα δινεις στο ξενοδοχειο. Στηνεις κωλο στον πρωτο βρωμιαρη που θα στα δωσει και μετρας τις φτυσιες .
Ενας, δυο, τρεις πελατες και νατο το αλμυρον και νατα τα τσιγαρα. Σου μενει και κατι τις να αγορασεις ενα μπουκαλι κρασι να το πιεις με τον Αλεξανδρο σου [αλλος πτυχιουχος κι αυτος], να ξεχαστεις λιγακι.
Τριαντα ευρω.
Η τιμη της Αννας.
Και για να τα λεμε οπως ειναι, το ειχε ξανακαμει. Και μια και δυο φορες. Τη μια για να βγαλει τα κοινοχρηστα, την αλλη για να βγαλει το χαρατσι. Μαλιστα! Και ειχε ξαναβρεθει στο ξενοδοχειο της Μενανδρου και ειχε ξαναμετρησει φτυσιες στην ψυχη της.
Τριαντα ευροπουλα το γαμησι, δεκαπεντε η πιπα.
Στα ορθια. Και με τα ματια κλειστα για να μην της ερθει να ξερασει.
Ετσι ωμα, γιατι ετσι γινονται.
Κι επειδη στην Αληθεια, δεν μπαινει προφυλακτικο...
Μοναχα που τις αλλες δυο φορες δεν την ειχανε τσιμπησει οι μπατσοι. Τωρα ομως την επιασαν.
Και καθονταν η μπατσινα απο πανω της και δεν ηξευρε τι να πει η γυναικα.
Ο αξιωματικος υπηρεσιας, ξεστομισε μια βαρεια βρισια.
- Να χεσω που ειμαι ανθρωπος, ρε πουστη μου...
Μετα αλλαξε ενα βλεμμα με τους αλλους που ηταν εκει μεσα. Και με τη μπατσινα, που ετρωγε τα νυχια της απο τον καημο.
- Αστην να φυγει. Μην γραφεις τιποτα στο βιβλιο συμβαντων...
Η μπατσινα ευθυς πεταξε και στυλο και μολυβια. Βουτηξε την Αννα απο το μπρατσο.
- Φευγα ρε κοριτσι. Καντηνε τωρα δα, Παρε την τσαντουλα σου και χασου...
Αλλα η Αννα τιποτα. Δεν κουνηθηκε καν
- Οριστε κυρια μου, μουγκρισε ο μπατσος. ειστε ελευθερη. Γυριστε στο σπιτι σας και μη σας ξαναπιασουμε στα μπουρδελα...
- Αειντε, γρηγορα πριν μας την πεσει κανενας μυστηριος και βρουμε τον μπελα μας...
Εκει η Αννα. Δεν ελεγε να σηκωθει απο το καθισμα.
Οι μπατσοι τα χασανε.
- Καλα δεν ακους?
- Ακουω
- Ε, τοτε τραβα σπιτι σου
- Δεν γυρναω σπιτι μου
- Τι μας λες ρε κοριτσι? Το χεις κουνημενο?
- Το μωρο μου πειναει, το καταλαβαινετε? Δεν προλαβα να παρω ουτε εναν πελατη. Δεν γυρναω σπιτι μου χωρις το αλμυρον... Δεν αντεχω ν ακουω το μωρο μου να σπαραζει στο κλαμα...
Ο αξιωματικος υπηρεσιας, βαρεσε μια γροθια στον αερα. Ε, και που να τη βαρεσει ο ανθρωπος?
Στα λαμογια? Στους γραβατοπειρατες? Στους τραπεζιτες? Στιςπολυεθνικες? Στα αφεντικα του? Στον διοικητη του? Στο στομαχι του?
Ή στο εικονισμα του Χριστου που δεσποζε απανω απο το γραφειο του.
- Ποσο καμει αυτο το γαμημενο το αλμυρον ρε Μαρια? {Μαρια λενε την πελατισσα μου}
- Κανα εικοσαρι...
Ο μπατσος εβγαλε κι εριξε ενα ταληρακι στο τραπεζι. Μετα ηρθανε κι οι αλλοι. Και η Μαρια, που της ειπε κι ολας της Αννας διανυκτερευον φαρμακειο για να το αγορασει.
- Οριστε. Μαζευτηκαν αρκετα... Θα χεις να παρεις και τσιγαρα... Φευγα και μην ξαναγυρισεις εκει ρε κοριτσι... Δεν λεει...
Η Αννα τα πηρε και την εκανε.
Για κεινο το βραδυ τουλαχιστον, ο Ανθρωπος ειχε ανεβασει την τιμη του...
Παρακαλούμε Σύνδεση για να συμμετάσχετε στη συζήτηση.