Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν, το λέει το ένστικτό μου
αυτό το κάτι μέσα μου, το εντελώς δικό μου
Χαράζουμε τα πρόσωπα, τα βλέμματα γλυκαίνουν
γιατί ταλαιπωρήθηκαν και τώρα το μαθαίνουν
Κι αυτοί που μας πληγώσανε, καθώς το φως τελειώνει
αισθάνονται την μοναξιά που Έλληνες ενώνει
Και δεν ακούν τα κόμματα και το μεγάφωνό τους
τον χτύπο μόνο της καρδιάς που μας βαφτίζει ανθρώπους
Γιατί είν' η αγάπη δόσιμο και δάκρυ που ματώνει
και πόρτα μισοσκότεινη κι απ' έξω μας κλειδώνει
Ώσπου η δόλια η φωνή να βρει την ρίζα εκείνη
που χάσαμε κι εγώ κι εσύ σαν Φραγκολεβαντίνοι
Φιλότεχνοι κι αλλήθωροι προς κάποια δύση πάντα
που παραμόρφωσε γενιές, παλιά κι απ' το τριάντα
την ώρα που το μέσα μας κοβόταν σαν διαμάντι
στου Καζαντζίδη το λυγμό και του Παπαδιαμάντη
Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν, το νιώθω στ' αεράκι
εκείνο το καρύδι σπάει, άκου και τ' αηδονάκι
του πάει το ντέρτι κι ο καημός, η λύπη του ταιριάζει
μα θέλει και το φάρμακο. Ποιος το 'χει; Το μοιράζει;
Κι εμείς που αριστερίσαμε, ποιο τάχα ήταν το λάθος;
εφιάλτης ήταν το είδωλο, αλήθεια όμως το πάθος
και βούλιαξε στον χείμαρρο, στο δίκιο του πνιγμένο
και ξάφνου βγήκε απ' τα κλαδιά της Πίστης φωτισμένο
Μέρες καλύτερες θα 'ρθουν, τίποτα πια δεν σβήνει
την δίψα την λαχτάρα μου, την ομορφιά μου εκείνη
που μου 'γινε πατρίδα μου, πόλη μου και Θεός μου
ματιά που με κομμάτιασε να ξαναβρώ το φως μου
Κι αφού τελειώνει η βραδιά, αντί για καληνύχτα
μαζί ας ταξιδέψουμε στην φλογισμένη νύχτα
γελώντας και δακρύζοντας για κείνο τ' ακρογιάλι
να στρώσω να πλαγιάσουμε κεφάλι με κεφάλι