Του πρωινού το ξέσπασμα απ' τη σιωπή της νύχτας
κρύβει κλεμμένες αγκαλιές τυραννισμένους ύπνους
χώνονται οι κατεργάρηδες στον κόρφο της κυράς τους
μέσα στη ζάλη δε θα ιδεί πως ξένο ιδρώτα φέρνουν
Ξυπνά και όσους γεράσανε και θέλουν να προλάβουν
το βράδυ δε χορταίνουνε κι η μέρα δεν τους φτάνει
Φωτίζει τα κορόιδα που' χουν το μαξιλάρι
παρηγοριά να ζήσουνε ζωή ονειρεμένη
Παίζει και το μωρό παιδί στης μάνας του το στήθος
που η φύση το ορμήνευσε να θρέφεται να ζει...